Πρώτο Θέμα, 26/01/20
Παρότι η οικονομική κρίση φαίνεται να έχει δώσει τη θέση της στην ανάκαμψη, η συζήτηση για την κρίση της Ευρώπης δεν έχει καταλαγιάσει. Η επιστροφή σε μια έστω εύθραυστη οικονομική κανονικότητα αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αρκετή ώστε να υποχωρήσουν οι φόβοι για την περαιτέρω γεωπολιτική αποδυνάμωση της Ευρώπης. Επιπλέον, η οικονομική ανάκαμψη δεν συνοδεύθηκε από τη συρρίκνωση της επιρροής των αντισυστημικών ρευμάτων. Αντιθέτως, σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη οι εθνολαϊκιστές κερδίζουν έδαφος και η φωνή τους αποκτά πρόσβαση σε διευρυνόμενα ακροατήρια. Ακόμη και σε χώρες όπου δεν απειλούνται οι θεσμοί του δημοκρατικού κράτους δικαίου, τα φαινόμενα λαϊκισμού διαβρώνουν την ευρωπαϊκή ιδέα.
Η Βρετανία ήδη βρίσκεται στην πόρτα της εξόδου από την ΕΕ, μετά από τρία χρόνια πολιτικής αστάθειας και αμφιταλαντεύσεων. Το γεωστρατηγικό κενό που αφήνει η αποχώρησή της είναι τεράστιο. Στη Γερμανία η εποχή Μέρκελ διανύει την τελευταία φάση της, με τον Μεγάλο Συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών να εμφανίζεται πιο αδύναμος παρά ποτέ και την Ακροδεξιά να ενισχύεται ιδίως στα «αδικημένα» ανατολικά κρατίδια. Οι πολιτικές Μακρόν για «περισσότερη Ευρώπη» έχουν εγκαταληφθεί και ο ίδιος μοιάζει ανίσχυρος να επιβάλει ακόμα και μια ήπια συγκριτικά με άλλες χώρες μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Την Ευρώπη, εν συντομία, πλήττουν η αποχώρηση της Βρετανίας, η εσωτερική πολιτική αμφισβήτηση των ηγετών στη Γερμανία και τη Γαλλία, η διάρρηξη του γαλλογερμανικού άξονα που διαχρονικά λειτουργούσε ως προωθητική δύναμη της ευρωπαϊκής εμβάθυνσης, οι διαρκείς κυβερνητικές κρίσεις στην Ισπανία, την Ιταλία, το Βέλγιο, τη Δανία και την Αυστρία, η επικράτηση των εθνολαϊκιστών στην πλειονότητα των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, με προεξάρχουσες την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία, όπου έχουν εγκαθιδρυθεί ανελεύθερα καθεστώτα, ο εγκλωβισμός της γερμανικής οικονομίας στον εμπορικό και τεχνολογικό-ψηφιακό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας, καθώς και το έλλειμμα ηγεσίας και οράματος. Σε αυτό το τοπίο μια νέα μεγάλη συμφωνία για την ισχυροποίηση της Ενωμένης Ευρώπης φαντάζει καταδικασμένη.
Πού οφείλεται η εκ των έσω υπόσκαψη της ΕΕ; Γιατί η οικονομική ανάκαμψη δεν αντέστρεψε τις κεντρόφυγες τάσεις; Πώς οδηγηθήκαμε στην αμφισβήτηση της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και στην πλήρη απαξίωση των πολιτικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, όπως αποτυπώνεται στο Ευρωβαρόμετρο; Με ποιο τρόπο πέτυχαν οι εθνολαϊκιστές να εξαπλώσουν την απήχησή τους και στα μεσαία στρώματα; Οι απαντήσεις δεν είναι ορθό να περιοριστούν μόνο στις οικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αλλά και στον πολιτισμικό τους αντίκτυπο.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες, που έγινε πιο ορατή μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, σε συνάρτηση με τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση, όξυναν τις αντιπαραθέσεις για το λεγόμενο «ταυτοτικό» πρόβλημα στην Ευρώπη. Σε αυτό το έδαφος καλλιεργήθηκε ο λαϊκιστικός λόγος, προσφέροντας εύκολες απαντήσεις σε σύνθετα ζητήματα, κατασκευάζοντας εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς και δημιουργώντας νέες διαχωριστικές γραμμές.
Όταν θαμπώνει ο παραδοσιακός φιλελεύθερος κοινοβουλευτισμός και υποχωρούν οι κατακτήσεις του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, στη θέση τους αναδύεται η εργασιακή επισφάλεια, οι πολιτισμικοί πόλεμοι και η πρόσδεση σε ηγέτες που μιλούν μια γλώσσα εύπεπτη, έμπλεη απατηλών υποσχέσεων. Αν προχωρήσει περαιτέρω η λαϊκιστική στροφή της Ευρώπης, αναπόφευκτα θα σημάνει το τέλος του ενωσιακού εγχειρήματος.