Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 28/7/2009
Την πολιτική επικαιρότητα της προηγούμενης εβδομάδας μονοπώλησε η συζήτηση για το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών τον ερχόμενο Μάρτιο, με αφορμή τη λήξη της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αφετηρία για τον διάλογο αυτό υπήρξε το συνταγματικό του σκέλος, δηλαδή το νομικό ερώτημα εάν είναι θεμιτή η απερίφραστα δηλωμένη απόφαση του ΠΑΣΟΚ να προκαλέσει σκόπιμα πρόωρες εκλογές, μέσω της καταψήφισης οποιουδήποτε υποψηφίου Προέδρου, ή εάν η απόφαση αυτή συνιστά συνταγματική εκτροπή. Ασφαλώς η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων θα έχει την ευκαιρία να επεξεργαστεί ψύχραιμα το ερώτημα αυτό. Ομως, ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές απόψεις που υποστηρίχθηκαν, τα πολιτικά και ηθικοπολιτικά συμπεράσματα αυτής της αντιπαράθεσης είναι πολύ κρισιμότερα για τη στάση των κομμάτων απέναντι στο Σύνταγμα, αλλά και για τον τρόπο που διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας.
Κατ αρχάς η απόφαση του ΠΑΣΟΚ είναι συνταγματικά επιτρεπτή, όμως υπήρξε άκαιρη και πολιτικά άστοχη, διότι ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η πολιτική συγκυρία σε οκτώ μήνες. Δεν αποκλείεται κάποιο απρόβλεπτο γεγονός να μην καθιστά εφικτή για τη χώρα ή επιθυμητή για την αξιωματική αντιπολίτευση την πρόκληση πρόωρων εκλογών. Επιπλέον είναι μία δήλωση που δυσχεραίνει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην άσκηση των ρυθμιστικών και «εξισορροπιστικών» του πολιτεύματος καθηκόντων του. Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση, βασιζόμενη σε μια αμφιλεγόμενη και ισχυρά αμφισβητούμενη συνταγματική ερμηνεία για την εκλογή Προέδρου, επιχειρεί να προσάψει στην αξιωματική αντιπολίτευση θεσμική ανευθυνότητα, τη στιγμή που κατά τους προηγούμενους μήνες έχει επιδοθεί σε σωρεία κατάφωρων παραβιάσεων του Συντάγματος, με πιο πρόσφατες τις περιπτώσεις των καμερών παρακολούθησης, του ελέγχου DNA, της έκτακτης φορολογικής εισφοράς και της απέλασης μεταναστών.
Μέσα από τον διάλογο για την προεδρική εκλογή αναδείχθηκε επίσης μια συγκεκριμένη αντίληψη που εκφράζει για το Σύνταγμα ένα σημαντικό τμήμα της πολιτικής τάξης και όσων μετέχουν στη δημόσια σφαίρα. Οτι, δηλαδή, προτεραιότητα έχει η Πολιτική, ενώ η εφαρμογή των συνταγματικών δεσμεύσεων υποτάσσεται, σε τελική ανάλυση, στην πολιτική βούληση ή και σε κομματικές σκοπιμότητες. Τη στιγμή λοιπόν που διεξαγόταν μια ανοιχτή συζήτηση σχετικά με το νόημα των επίμαχων συνταγματικών επιταγών, διατυπώθηκε σε ευρεία έκταση η άποψη, ακόμα και μέσα στο Κοινοβούλιο, ότι οι συνταγματικές δεσμεύσεις αποτελούν δευτερεύον ζήτημα. Η αντίληψη αυτή είναι, αν μη τι άλλο, επικίνδυνη για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και για τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις.
Μια τελευταία αλλά κρίσιμη παρατήρηση αφορά τους όρους διεξαγωγής του δημόσιου διαλόγου. Ακαδημαϊκοί δάσκαλοι με αποδεδειγμένο δημοκρατικό ήθος και διεθνές κύρος δέχθηκαν μια αβασάνιστη κριτική με ευθείες κατηγορίες και υπονοούμενα επειδή κατέθεσαν δημόσια την επιστημονική τους άποψη για ένα κρίσιμο συνταγματικό και πολιτικό πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρήθηκε να αναιρεθεί μια θεμελιώδης παραδοχή της δημοκρατικής πολιτείας, την οποία ο Δ. Τσάτσος έχει συμπυκνώσει επιγραμματικά ως «επιστημονική ευθύνη της πολιτικής και πολιτική ευθύνη της επιστήμης». Ολα τα προηγούμενα συνιστούν πολύ σοβαρότερες παθογένειες του πολιτικού συστήματος από οποιαδήποτε τροπή λάβει τελικά η εκλογή Προέδρου.