ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ;

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 22/04/2008

Η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε πριν από δύο ακριβώς χρόνια, με πρωτοβουλία της Ν.Δ., βαίνει άδοξα τις επόμενες μέρες προς ένα προαναγγελθέν αδιέξοδο. Η οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει το κυβερνών κόμμα δεν επιτρέπει την ολοκλήρωσή της χωρίς τη σύμπραξη ενός μέρους τουλάχιστον των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Όμως από την πλευρά όλων των λοιπών πολιτικών κομμάτων είναι σαφής η πρόθεση να μη στηρίξουν τις προτάσεις αναθεώρησης που ψηφίστηκαν από την προηγούμενη Βουλή. Πώς εξηγείται αυτό το αδιέξοδο; Γιατί την περίοδο 1998-2001 όλα τα κόμματα συνέπραξαν ώστε να ολοκληρωθεί, με ευρύτατη συναίνεση, η συνταγματική αναθεώρηση του 2001, ενώ κατά την προηγούμενη διετία δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν σε τίποτα; Και, σε τελική ανάλυση, είναι αναγκαία σήμερα η αναθεώρηση του Συντάγματος ή, όπως υποστηρίζουν αρκετοί, εντελώς περιττή;
Ξεκινώντας από το τελευταίο: Ασφαλώς και η μεταρρύθμιση του Συντάγματος θα ήταν αναγκαία και χρήσιμη, αρκεί αυτό να γινόταν σε μια προοδευτική κατεύθυνση. Αρκετές διατάξεις του αποδείχθηκε, κατά τη δοκιμασία τους στην πράξη, ότι παρουσιάζουν σημαντικές αδυναμίες. Κορυφαίο παράδειγμα το περίφημο άρθρο 14 παρ. 9 για τον βασικό μέτοχο, που όχι μόνο προκάλεσε τον ευρωπαϊκό διασυρμό της χώρας μας, αλλά παρέμεινε κατ ουσίαν ανεφάρμοστο και αλυσιτελές. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, αποτελεί στοιχειώδες σφάλμα, ή ενίοτε και σκόπιμη παραπλάνηση, να υποστηρίζεται ότι μέσω μιας συνταγματικής αναθεώρησης θα λύνονταν κρίσιμα προβλήματα του κράτους, της κοινωνίας και της οικονομίας. Ήταν λοιπόν άστοχο να χαρακτηριστεί από την κυβέρνηση η αναθεωρητική πρωτοβουλία ως «ναυαρχίδα των μεταρρυθμίσεων». Στην πραγματικότητα, η αναθεώρηση του Συντάγματος χρησιμοποιείται ενίοτε για να συγκαλυφθεί η απουσία ουσιαστικών δημόσιων πολιτικών για την αντιμετώπιση εξαιρετικά σοβαρών προβλημάτων της ελληνικής πολιτείας. Κατ αυτό τον τρόπο όμως αποδυναμώνεται παράλληλα και η ίδια η συμβολική και πολιτική λειτουργία του Συντάγματος.
Η Νέα Δημοκρατία «έπαιξε» λοιπόν με την αναθεώρηση του Συντάγματος, χωρίς να κερδίσει τελικά τίποτα. Άλλωστε εξαρχής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν επέδειξε βούληση επίτευξης των συναινέσεων που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα αναθεωρητικό εγχείρημα. Όμως με την αναθεώρηση «έπαιξε» και το ΠΑΣΟΚ, που αρχικά την απαξίωσε, εν συνεχεία κατέθεσε τη δική του συνολική πρόταση και στο τέλος αποχώρησε από τη διαδικασία, κατά τρόπο προσχηματικό, προκειμένου να μην κορυφωθούν οι εσωκομματικές διαμάχες που πυροδότησε η επιμονή της ηγεσίας του να στηρίξει την αναθεώρηση του άρθρου 16. Κάποια αδιευκρίνιστα σενάρια φέρουν και το ΚΚΕ να «παίζει» σήμερα με την αναθεώρηση, σχεδιάζοντας να υπερψηφίσει μια-δυο διατάξεις ώστε η αναθεώρηση να ολοκληρωθεί τύποις, αλλά στην πράξη να μπλοκαριστεί η δυνατότητα μιας νέας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία. Και τούτο, δεδομένου ότι κατά το Σύνταγμα αναθεώρηση δεν είναι επιτρεπτό να κινηθεί αν δεν παρέλθουν πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της προηγούμενης.
Όλα αυτά δεν προμηνύουν τίποτα θετικό για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Το Σύνταγμα υπηρετεί πρωτίστως τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των κανόνων του πολιτικού γίγνεσθαι καθώς και την προστασία των ποικιλοτρόπως απειλούμενων σήμερα ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Παιχνίδια με το Σύνταγμα και την αναθεώρησή του μπορεί όμως να οδηγήσουν σε πλήρη απαξίωση των θεσμών και της πολιτικής τάξης.