Πρώτο Θέμα, 24/11/19
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο εξαιρετικά δύσβατα ζητήματα που απασχολούν αδιαλείπτως τον δημόσιο διάλογο τις τελευταίες δεκαετίες, το πανεπιστημιακό άσυλο και τις μετεγγραφές φοιτητών. Και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν σαφείς αναγωγές στο Σύνταγμα, άρα η ρύθμισή τους επιτάσσει την αποσαφήνιση των ορίων μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο νομοθέτης.
Ως προς το πανεπιστημιακό άσυλο, το κρίσιμο ερώτημα αφορά τις προϋποθέσεις για την παρέμβαση δημόσιας δύναμης και το εύρος του προσωπικού και του αντικειμενικού πεδίου εφαρμογής του. Η επέμβαση ή και η απλή παρουσία δημόσιας δύναμης στο εσωτερικό των πανεπιστημίων μπορεί να περιορίσει την ακαδημαϊκή ελευθερία και να πλήξει την πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση. Από την άλλη πλευρά όμως, η παραδοσιακή αντίληψη για τη λειτουργία του ασύλου ως ασπίδας απέναντι στη δημόσια δύναμη πρέπει να εμπλουτιστεί με τη διασφάλιση της προστασίας διδασκόντων και διδασκομένων από πρόσωπα που τα τελευταία χρόνια ασκούν ανεξέλεγκτη βία εντός των πανεπιστημίων.
Αποτελεί την ορθή λύση η απροϋπόθετη δυνατότητα παρέμβασης της Αστυνομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους; Η απάντηση από συνταγματική σκοπιά είναι αρνητική. Όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «χωρίς τη θέληση της Συγκλήτου τα αστυνομικά όργανα δεν μπορούν να εισδύσουν και να επέμβουν παρά μόνο σε περίπτωση που τελείται αξιόποινη πράξη η οποία στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας». Άρα, με γνώμονα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση, η ορθή επιλογή είναι να παρασχεθεί στα πανεπιστήμια η οικονομική δυνατότητα να μεριμνήσουν τα ίδια για τη λειτουργία μίας «πανεπιστημιακής αστυνομίας».
Εξίσου κρίσιμο είναι το πρόβλημα των μετεγγραφών, το οποίο οι κοινωνικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης κατέστησαν ακόμη πιο ακανθώδες. Είναι εύλογο οι φοιτητές που ανήκουν σε ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες ή σε οικογένειες χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων να διεκδικούν την μετεγγραφή τους σε πανεπιστήμια που βρίσκονται στον τόπο όπου είναι εγκατεστημένη η οικογένειά τους ή σπουδάζει συγγενικό τους πρόσωπο. Από την άλλη πλευρά όμως, οι αθρόες μετεγγραφές προκαλούν σειρά προβλημάτων στα πανεπιστήμια.
Κατ’ αρχάς τίθεται το ζήτημα της υπερφόρτωσης αρκετών προβεβλημένων πανεπιστημιακών Σχολών με υπεράριθμους φοιτητές, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται το επίπεδο σπουδών σε σχέση τόσο με τις υποδομές όσο και με την αναλογία μεταξύ διδασκόντων και φοιτητών. Επιπλέον τίθεται σοβαρό ζήτημα ανομοιογένειας των φοιτητών που σπουδάζουν στις Σχολές αυτές, όταν η βάση εισαγωγής των εξ’ αρχής φοιτούντων είναι πολύ υψηλότερη από αυτή των μετεγγραφόμενων.
Από άποψη συνταγματικού δικαίου πρόκειται για κλασική περίπτωση στάθμισης δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων που επιτρέπουν ή επιβάλουν ευνοϊκές ρυθμίσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων. Ωστόσο η διασφάλιση της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης και του υψηλού επιπέδου της ανώτατης εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τον σεβασμό των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας, θέτουν φραγμούς στη ρύθμιση του ζητήματος με υπέρμετρη «γενναιοδωρία».
Τόσο το πανεπιστημιακό άσυλο όσο και οι μετεγγραφές των φοιτητών πρέπει να ρυθμιστούν ακολουθώντας τη μέση οδό. Η βία στα πανεπιστήμια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη βία της Αστυνομίας, αλλά ακολουθώντας τη λογική της αυτοδιοίκησης. Αντίστοιχα, ο εξορθολογισμός των φοιτητικών μετεγγραφών αποτελεί μία δύσκολη άσκηση στάθμισης μεταξύ διαφορετικών αρχών και αγαθών, συνυπολογίζοντας την κοινωνική διάσταση με την εύρυθμη ακαδημαϊκή λειτουργία.