Πρώτο Θέμα, 10/4/2018
Ας κάνουμε την υπόθεση εργασίας ότι για ένα μέρος της πολιτικής τάξης και των πολιτών ο ΣΥΡΙΖΑ συμβολίζει το απόλυτο κακό.
Ας δεχθούμε, επίσης ως υπόθεση εργασίας, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιβουλεύεται συστηματικά και με βάση συγκεκριμένο σχέδιο τους θεσμούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι ζητούμενο είναι πλέον για την πλειοψηφία των πολιτών η απομάκρυνση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. από την εξουσία. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα: Ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να επιτευχθεί η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα έτσι ώστε να μην καταστεί γρήγορα πάλι αξιόμαχος διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας;
Ας ξεκινήσουμε την απάντηση με μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν: πώς κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε περίπου μία πενταετία να οκταπλασιάσει τα ποσοστά του; Εφταιγε μόνο η κρίση; Πού οφείλεται αυτό που στη διεθνή ορολογία της Πολιτικής Επιστήμης αποκλήθηκε «πασοκοποίηση» (pasokification), δηλαδή η ραγδαία συρρίκνωση της Κεντροαριστεράς; Ηταν τόσο χαρισματικός ο Αλέξης Τσίπρας και τόσο εύπιστος ο ελληνικός λαός; Προφανώς τα αίτια είναι σύνθετα και συναρτώνται με τη βαθιά κρίση τόσο της οικονομίας όσο και, κυρίως, του πολιτικού και του αξιακού συστήματος στην Ελλάδα. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό.
Στη ραγδαία άνοδο του αριστερού και δεξιού λαϊκισμού συνέβαλε επίσης η επικοινωνιακή στρατηγική που ακολούθησαν τα δύο παραδοσιακά κόμματα εξουσίας καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης. Τα ίδια λάθη κάποιοι συνεχίζουν να τα διαπράττουν και σήμερα. Και εξηγούμαι: πού επενδύει ο λαϊκισμός; Στην καλλιέργεια μιας πολωτικής αντίληψης για την πολιτική αντιπαράθεση, με βάση τη λογική εχθρού – φίλου, κατά το πρότυπο της αντιδημοκρατικής θεωρίας του Καρλ Σμιτ. Πότε εκδηλώθηκε σε όλη της την έκταση αυτή η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ; Στο βαθιά διχαστικό δημοψήφισμα του 2015, που προκάλεσε νέες, ακραίες διαιρέσεις στην ελληνική κοινωνία.
Την αναπαραγωγή, ωστόσο, αυτής της πολιτικής σύγκρουσης με όρους εχθρού – φίλου την καλλιέργησε ως στρατηγική επιλογή και ένα μέρος των πολιτικών αντιπάλων του. Από μια μερίδα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίστηκε ως ένα κόμμα που λειτουργεί αντισυστημικά, εκτός του φιλοευρωπαϊκού και δημοκρατικού τόξου. Υπάρχει πράγματι κίνδυνος να μετατραπεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε φορέα αποδιάρθρωσης του δημοκρατικού κράτους δικαίου, κατά το παράδειγμα της Ουγγαρίας και της Πολωνίας; Η απάντηση είναι ότι αυτό εξαρτάται πρωτίστως από τις θεσμικές αντιστάσεις και τη δύναμή του να το πράξει. Τέτοια δύναμη θα αποκτήσει μόνο αν συνεχιστεί η δαιμονοποίησή του.
Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποτύχει παταγωδώς σε όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες του, έχει ζημιώσει την οικονομία και φτωχοποιήσει την κοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων, η αντιμετώπισή του ως ενός αντισυστημικού, γνήσιου ριζοσπαστικού κόμματος οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκουν οι αντίπαλοί του. Τον παρουσιάζει ως μια άλλη, «εναλλακτική φωνή», αποτρέποντας τη σταθερή ροή των ψηφοφόρων του προς την Κεντροαριστερά.
Αντί να εμφανίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια παταγώδη πολιτική αποτυχία, ορισμένοι τον παρουσιάζουν ως τον δαίμονα του πολιτικού συστήματος, ακολουθώντας όρους πολιτικής βεντέτας. Ετσι, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το πολωτικό επικοινωνιακό του παιχνίδι χάρη στους ίδιους τους αντιπάλους του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι μας συμμερίζονται αυτή τη δημοκρατική ανησυχία, ούτε η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών.
Το τελευταίο επεισόδιο στην πολιτικά εσφαλμένη τακτική δαιμονοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η επιλογή της Νέας Δημοκρατίας και επιφανών πολιτικών της Κεντροαριστεράς να υποστηρίξουν ότι καμία συζήτηση περί συνταγματικής αναθεώρησης δεν μπορεί να γίνει με συνομιλητή τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τη Ν.Δ., που ήδη μετέστρεψε την πλήρη αρχική της άρνηση, η πόλωση αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκην επιζήμια. Την Κεντροαριστερά, όμως, θα την οδηγούσε σε στασιμότητα ή συρρίκνωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θρέφεται από την ακραία πόλωση. Η εμμονή στη δαιμονοποίησή του αποτελεί το άλλοθι της πολιτικής του επιβίωσης