Πρώτο Θέμα, 10/11/19
Παρότι η χώρα μας έχει έναν μεγάλο αριθμό αποδήμων, που αυξήθηκε σημαντικά με την οικονομική κρίση, η δυνατότητα να ψηφίζουν από τον τόπο διαμονής τους αποτελεί μία μείζονα θεσμική εκκρεμότητα, η οποία απασχολεί τον δημόσιο διάλογο για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Η αιτία αυτής της σοβαρής παράλειψης είναι ότι η πολιτική τάξη διακατεχόταν από τον φόβο πως δεν μπορεί να «ελέγξει» την ψήφο των αποδήμων με εγχώριους μηχανισμούς πολιτικής επικοινωνίας και πελατειακά δίκτυα. Έτσι, η σχετική συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 51 παρέμεινε ανενεργή.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε το 2018 την πρωτοβουλία να συστήσει μία επιτροπή για την ψήφο των εκτός επικράτειας Ελλήνων, της οποίας το πόρισμα κατέθεσε με τη μορφή πρότασης νόμου, ως αντιπολίτευση πλέον, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Υπέρ της θεσμοθέτησης της εξ αποστάσεως ψήφου των εκτός επικράτειας πολιτών έχει ταχθεί η παρούσα κυβέρνηση και όλα σχεδόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ωστόσο για να επιτευχθεί η ευρεία συναίνεση που απαιτεί το Σύνταγμα για τη ψήφιση του νόμου είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν διαφωνίες και φόβοι ως προς τρία κρίσιμα ζητήματα: ποιοι θα ψηφίζουν, πώς θα ψηφίζουν και πώς θα προσμετράται η ψήφος τους στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Ο πρώτος φόβος αφορά τη διευκόλυνση της ψήφου πολιτών που δεν διατηρούν πλέον βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα, επειδή δεν έζησαν ποτέ ή έπαυσαν να ζουν στην Ελλάδα εδώ και δεκαετίες. Ο φόβος αυτός δεν είναι παράλογος. Πράγματι, η διεθνής εμπειρία αποδεικνύει ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν υιοθετήσει μεν την εξ αποστάσεως ψήφο των εκτός επικράτειας πολιτών, όμως έχουν εισαγάγει περιορισμούς προκειμένου να ψηφίζουν μόνο όσοι διατηρούν βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα.
Στο σημείο αυτό το πρόβλημα διασταυρώνεται με τη διαδικασία απονομής της ελληνικής ιθαγένειας, που προβλέπεται στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Είναι ορθό να διατηρηθεί πρόβλεψη ότι τα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών κληρονομούν αυτόματα την ιθαγένεια του πατέρα ή της μητέρας τους από γενιά σε γενιά, αποκτώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους με την ενηλικίωσή τους;
Ωστόσο, μέχρι να τροποποιηθεί ο Κώδικας Ιθαγένειας η επίτευξη συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων προϋποθέτει την επιβολή περιορισμών με γνώμονα τους βιοτικούς δεσμούς, που για να μην κριθούν αντισυνταγματικοί από τα δικαστήρια προϋποτίθεται η αναθεώρηση του Συντάγματος. Αν και έχουν διατυπωθεί ενστάσεις ως προς τη δυνατότητα μιας τέτοιας συνταγματικής αλλαγής, κατά τη γνώμη μου δεν προσκρούει στα ουσιαστικά και διαδικαστικά όρια αναθεώρησης του Συντάγματος.
Ο δεύτερος φόβος αφορά το πώς θα ψηφίζουν οι απόδημοι. Εδώ η κυβέρνηση υποχώρησε από την αρχική πρόταση να υιοθετήσει την πιο διαδεδομένη πρακτική, δηλαδή την επιστολική ψήφο, αφού διατυπώθηκαν αντιρρήσεις με βάση ιδίως τη διασφάλιση της μυστικότητας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και η θεσμοθέτηση της δυνατότητας της αυτοπρόσωπης ψήφου σε προξενεία και εκλογικά τμήματα εξωτερικού θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα.
Ο τρίτος φόβος σχετίζεται με την επίδραση που θα έχει η εξ αποστάσεως ψήφος στο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε να αποκλειστεί ο συνυπολογισμός της εξ αποστάσεως ψήφου στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η πρόταση αυτή είναι αντισυνταγματική, αφού προσκρούει στην αρχή της ισότητας της ψήφου. Οι απόδημοι δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.