“ΠΟΛΕΜΟΣ” ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΡΧΩΝ – ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ;

Εφημερίδα “ΗΜΕΡΗΣΙΑ”, 24/11/2007

Η συνταγματική κατοχύρωση των ανεξάρτητων αρχών με την αναθεώρηση του 2001 αποτέλεσε το επιστέγασμα της ανάδειξής τους σε κρατικά όργανα που επιτελούν σημαντικές λειτουργίες σε ευαίσθητα πεδία της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Η ενίσχυση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των ανεξάρτητων αρχών είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την κρίση του κομματικού φαινομένου στις σύγχρονες δημοκρατίες. Ιδίως, μάλιστα, σε χώρες με παράδοση πελατειακού κράτους, όπως η Ελλάδα, η εκχώρηση αρμοδιοτήτων στις ανεξάρτητες αρχές συνδέεται επίσης με το αίτημα απομάκρυνσης της δημόσιας διοίκησης από την κομματική πατρωνία. Η εκχώρηση σε ανεξάρτητες αρχές αρμοδιοτήτων που παραδοσιακά ασκούνταν από το «κράτος των κομμάτων» αποτελεί εν πρώτοις συνέπεια της δυσπιστίας ως προς την αμεροληψία, τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα της εκτελεστικής εξουσίας κατά τη ρύθμιση ευαίσθητων πεδίων της κρατικής δράσης.
Οι ανεξάρτητες αρχές δεν τάσσονται ως αναχώματα έναντι της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά επιχειρούν να αποπολιτικοποιήσουν, ουδετεροποιήσουν και στεγανοποιήσουν πεδία της διοικητικής δράσης τόσο από μια κομματοκρατούμενη, πατερναλιστική γραφειοκρατία, όσο και από ενδεχόμενες επιρροές ποικίλων ιδιωτικών κέντρων οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Κατά συνέπεια οι ανεξάρτητες αρχές δεν αποτελούν ελεγκτικό μηχανισμό των πολιτικών λειτουργιών, όπως η δικαστική εξουσία, ούτε θεσμικό αντίβαρο έναντι της πλειοψηφίας, όπως η περιβεβλημένη με ποικίλες εγγυήσεις και δυνατότητες συμμετοχής, παρέμβασης ή ελέγχου κοινοβουλευτική αντιπολίτευση, αλλά κρατικά όργανα που θεσπίστηκαν για να λειτουργούν σε επιμέρους πεδία πέραν της πολιτικής και να διασφαλίζουν ακριβώς την αποξένωση των πεδίων αυτών από την πολιτική.
Η εξόφθαλμη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος και της νομοθεσίας από την ΕΛΑΣ, μέσω της λειτουργίας δικτύου παρακολούθησης με κάμερες κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου, αποτέλεσε απτή επιβεβαίωση της έντασης μεταξύ των ανεξάρτητων αρχών και της παραδοσιακής, βεμπεριανής δημόσιας διοίκησης. Η συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία και αυτοτέλεια των Αρχών δεν εμφανίζεται, λοιπόν, να συνιστά επαρκή εγγύηση για την αναγνώριση της ιδιαίτερης θέσης τους στη νέα οργανωτική συγκρότηση του κράτους.
Ασφαλώς σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την αγνόηση των αποφάσεων της Αρχής φέρει και ο εισαγγελέας του ΑΠ, που με τη γνωστή γνωμοδότησή του επένδυσε με ένα μανδύα νομιμότητας τις παράνομες ενέργειες της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Η εν λόγω γνωμοδότηση δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα όπως η απόφαση της Αρχής, που απαγορεύει καταρχήν τη λειτουργία μηχανημάτων παρακολούθησης δημόσιων χώρων. Δεν μπορεί συνεπώς η γνωμοδότηση αυτή να νομιμοποιήσει ενέργειες τέτοιου τύπου.
Αποκορύφωση της έντασης μεταξύ ανεξάρτητων αρχών, παραδοσιακής δημόσιας διοίκησης και πολιτικής τάξης αποτέλεσε η παραίτηση του προέδρου και μελών της Αρχής, ως μορφή διαμαρτυρίας για την επίμαχη προσβολή των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Φαίνεται ότι στη χώρα μας δεν έχει αφομοιωθεί ακόμη επαρκώς η λειτουργία των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, ως κρατικών οργάνων που δεν υπάγονται ούτε στο ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης, ούτε στον έλεγχο της πολιτικής τάξης, αλλά επιτελούν το έργο τους ακριβώς με σκοπό να διασφαλιστεί το απρόσβλητο των πεδίων ευθύνης τους από την τρέχουσα πολιτική, με σκοπό πρωτίστως την προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Η αδιαφορία ή η ολιγωρία μπροστά σε αντισυνταγματικές και παράνομες ενέργειες, όπως η παρακολούθηση on line των εκδηλώσεων της 17ης Νοεμβρίου, θα σήμαινε ότι βρισκόμαστε ένα βήμα πριν από τη συγκαταβατική αποδοχή ενός γενικευμένου «Μεγάλου Αδερφού». Αποτέλεσε, λοιπόν, πράξη ευθύνης, δημοκρατικής ευαισθησίας και αντίστασης στην περιφρόνηση των δικαιοκρατικών θεσμών η παραίτηση του προέδρου και έξι μελών της Αρχής.