Πολιτική ορθότητα, λογοκρισία και κουλτούρα της ακύρωσης

ΕφΣυν, 28.9.2024

Υπάρχουν όρια στην καλλιτεχνική δημιουργία; Είναι εύλογο να ξαναγράφονται με εκτενείς διορθώσεις κλασικά έργα της λογοτεχνίας επειδή περιέχουν λέξεις που σήμερα θεωρούνται προσβλητικές για διάφορες ομάδες ανθρώπων; Μπορεί να υπάρξει γελοιογραφία και σάτιρα με όρους πολιτικής ορθότητας; Τι συνέπειες έχει για την ίδια τη σκέψη μας η συνεχής αυτολογοκρισία υπό τον φόβο της δημόσιας διαπόμπευσης και του αποκλεισμού από μεγάλες ή μικρότερες κοινότητες;

Είναι η πολιτική ορθότητα συντηρητική ή προοδευτική, δεξιά ή αριστερή; Πόσο θεμιτό κρίνεται να προστατεύουν η ελευθερία της έκφρασης, η επιστημονική ελευθερία και η ελευθερία της τέχνης μόνο την «ορθή άποψη» ή έχουν κατοχυρωθεί προκειμένου να μπορεί να εκφραστεί ακριβώς αυτό το οποίο ενδέχεται να ενοχλήσει, το βέβηλο και το ανήκουστο; Πολιτική ορθότητα είναι κατ’ αρχάς η απαγόρευση της χρήσης λέξεων και συμπεριφορών που μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγουν ή υποτιμούν συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων, ιδίως ομάδες που προσδιορίζονται με γνώμονα τη φυλή, το φύλο, την εθνοτική καταγωγή, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Ομως σταδιακά η πολιτική ορθότητα έγινε κάτι ευρύτερο. Οπως εξηγεί στο εξαιρετικό βιβλίο του ο καθηγητής Νομικής, Σπύρος Βλαχόπουλος, ως πολιτική ορθότητα «εννοούμε την ανάπτυξη ενός κώδικα έκφρασης, επικοινωνίας και γενικότερα συμπεριφοράς, ο οποίος θεωρείται ορθός από την κοινότητα ή ένα μεγάλο τμήμα της και από τον οποίο, αν αποστεί κανείς, υφίσταται δυσμενείς συνέπειες» (σελ. 23).

Η παραβίαση των εκάστοτε κανόνων πολιτικής ορθότητας συνήθως δεν συνεπάγεται νομικές επιπτώσεις, όπως ποινική δίωξη ή θεμελίωση αξίωσης για αποζημίωση, αλλά συχνά οδηγεί σε σοβαρές συνέπειες για την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή εκείνων που, ηθελημένα ή άθελά τους, θα εκφραστούν ή θα συμπεριφερθούν με τρόπο «μη αποδεκτό». Οποιος διαπράξει το «λάθος» με βάση την πολιτική ορθότητα κινδυνεύει να υποστεί στιγματισμό, απώλεια επαγγέλματος, κοινωνική απομόνωση και διαπόμπευση στη διαδικτυακή ιδίως δημόσια σφαίρα. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική ορθότητα συνέβαλε στην αντιμετώπιση των διακρίσεων απέναντι σε μειοψηφίες ή κατηγορίες προσώπων που έχουν υποστεί επί εκατοντάδες χρόνια διακριτική ή και βάναυση μεταχείριση. Ποιος θα ορίσει όμως ποιοι ακριβώς είναι τελικά αυτοί οι άγραφοι κανόνες συναναστροφής μεταξύ μας, τι επιτρέπεται να λεχθεί και τι όχι ή ποιες θα είναι οι κυρώσεις για την αθέτηση αυτών των κανόνων συμπεριφοράς; Οι πολέμιοι της πολιτικής ορθότητας τη χαρακτηρίζουν «νέο μακαρθισμό», «πολιτισμική νεύρωση», «νέα εκδοχή του φασισμού» και «τυραννία των λίγων». Ο Ουμπέρτο Εκο την είχε αποκαλέσει «νέο φονταμενταλισμό».

Υποστηρικτές και αντιπάλους της πολιτικής ορθότητας μπορεί να βρει κανείς τόσο στον προοδευτικό όσο και στον συντηρητικό χώρο. Υπάρχουν φιλελεύθεροι που εφαρμόζουν την πολιτική ορθότητα αντιπαρατιθέμενοι στον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ξενοφοβία, όπως και συντηρητικοί που την επικαλούνται για να θέσουν φραγμούς σε αποκλίνουσες απόψεις ως προς εθνικά ή θρησκευτικά ζητήματα. Αλλά και αντίστροφα, ακραία συντηρητικοί πολιτικοί όπως ο Μπους και ο Τραμπ έχουν στραφεί κατά της πολιτικής ορθότητας και της κουλτούρας της ακύρωσης (cancel culture) θεωρώντας την ως προερχόμενη από την Αριστερά, ενώ πολλοί φιλελεύθεροι υποστηρίζουν με έμφαση ότι η πολιτική ορθότητα αποτελεί μια απαράδεκτη μορφή λογοκρισίας.

Ο συγγραφέας αναλύει στο βιβλίο όλες τις πτυχές του ζητήματος με τρόπο διαυγή, εύληπτο και γλαφυρό, χρησιμοποιώντας δεκάδες παραδείγματα από τη χρήση της πολιτικής ορθότητας σε διαφορετικά πεδία έκφρασης και σε διαφορετικούς πολιτισμικούς κόσμους. Οπως επισημαίνει, οι περισσότερες «παραβιάσεις» των κανόνων πολιτικής ορθότητας ανάγονται στην εσφαλμένη χρήση λέξεων. «Η γλώσσα όμως έχει τόσο δυναμικό και πολυσήμαντο χαρακτήρα, ώστε είναι δύσκολο να εγκλωβιστεί σε κανόνες πολιτικής ορθότητας, οι οποίες, και όταν υπάρχουν, τουλάχιστον στο γλωσσικό επίπεδο μεταβάλλονται συνεχώς» (σελ. 41). Μία διαφορετική περίπτωση ήταν η κλήση των προέδρων τριών κορυφαίων αμερικανικών πανεπιστημίων (MIT, Πενσιλβάνια και Χάρβαρντ) να λογοδοτήσουν στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξαιτίας της κριτικής που άσκησαν εναντίον του Ισραήλ για την επέμβαση στη Γάζα, με αποτέλεσμα οι δύο από αυτούς να αναγκαστούν σε παραίτηση.

Εύστοχα επισημαίνεται ότι ίσως το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ πολιτικής ορθότητας, λογοκρισίας, ανεκτικότητας και ελευθερίας της έκφρασης να έγκειται στο ότι έχουμε γίνει υπερβολικά σίγουροι για τις απόψεις μας και υπερβολικά αυστηροί απέναντι σε εκείνους που έχουν διαφορετική άποψη (σελ. 147). Ομως η ελευθερία της έκφρασης προστατεύει κατεξοχήν τη «λάθος άποψη». Η πολιτική ορθότητα καταλήγει να λειτουργεί ως έμμεση, ιδιωτική λογοκρισία που ματαιώνει τον αντίλογο.

Ανάμεσα στις άλλες αρετές του το βιβλίο του Βλαχόπουλου αναλύει την πολιτική ορθότητα αποφεύγοντας την παγίδα να γίνει αντικείμενο κριτικής με όρους πολιτικής ορθότητας. Στηριζόμενη στη μανιχαϊστική λογική μιας απόλυτης διάκρισης ανάμεσα στο «καλό» και το «κακό» και κατατάσσοντας τους ανθρώπους σε αποδεκτούς και μη αποδεκτούς (σελ. 126) τίθεται το ερώτημα μήπως η πολιτική ορθότητα σε τελική ανάλυση πλήττει τον ελεύθερο δημοκρατικό διάλογο.