ΣΥΓΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 24/4/2012

Οι ερχόμενες εκλογές χαρακτηρίζονται από εξαιρετικά χαμηλό βαθμό προβλεψιμότητας. Τα δημοσκοπικά δεδομένα επιβεβαιώνουν πάντως ότι αποκλείεται κάποιο από τα κόμματα εξουσίας να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών. Μια δεύτερη ασφαλής πρόβλεψη αφορά τις πιθανές μετεκλογικές συμμαχίες. Τόσο τα κόμματα της Αριστεράς όσο και τα αντιμνημονιακά δεξιά κόμματα εμφανίζονται απρόθυμα ή σφόδρα αντίθετα σε οποιαδήποτε κυβερνητική συνεργασία εφόσον δεν ανατραπεί η μνημονιακή πολιτική που δεσμεύει τους αρχηγούς των δύο κομμάτων εξουσίας. Ομως, ακόμη κι αν κάποιο από τα μικρότερα κόμματα δεχόταν να συμπράξει σε κυβέρνηση συνασπισμού, αυτή δεν θα ήταν εφικτό να προκύψει χωρίς τη στήριξη και των δύο μεγάλων κομμάτων.
Υπό αυτά τα δεδομένα, το μετεκλογικό τοπίο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει είτε σε κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, είτε σε ακυβερνησία και νέες εκλογές. Το σενάριο των νέων εκλογών στις συνθήκες που βρίσκεται η χώρα συνεπάγεται αδυναμία να προχωρήσουν οι μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες. Αρα δεν αποτελεί παρά μια προεκλογική απειλή, που καμία σοβαρή πολιτική παράταξη δεν θα αποτολμούσε να κάνει πράξη. Απομένει, λοιπόν, μόνο η συγκυβέρνηση των δύο κομμάτων εξουσίας. Εκ πρώτης όψεως αυτό μοιάζει εφικτό, αφού σε γενικές γραμμές οι κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής περιλαμβάνονται στα μνημόνια.
Στην εφαρμογή της, ωστόσο, η συνεργασία εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Καταρχάς, απουσιάζουν οι ιδεολογικοπολιτικές συγκλίσεις πάνω στις οποίες θα μπορούσε να θεμελιωθεί ένα συνεκτικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Χωρίς έναν κοινό προγραμματικό παρονομαστή, αναπόφευκτα η νέα κυβέρνηση παρουσίαζε εξαρχής συμπτώματα πολιτικής πολυγλωσσίας, έλλειψης προσανατολισμού, και εσωτερικών εντάσεων. Δυσοίωνη εμφανίζεται επίσης η δυνατότητα συνεργασίας του πολιτικού προσωπικού των δύο κομμάτων, ιδίως σε μια περίοδο που κρίνονται αναγκαίες οι οριζόντιες συνέργειες σε διαφορετικές διοικητικές δομές και πεδία πολιτικής. Οταν ακόμη και οι προηγούμενες μονοκομματικές κυβερνήσεις, χαρακτηρίστηκαν από την πολυφωνία, το έλλειμμα συντονισμού και τη «φεουδοποίηση» υπουργείων, εύλογα τίθεται το ερώτημα πώς θα αποφευχθούν αντίστοιχα φαινόμενα. Κάθε μορφή συγκυβέρνησης, εφόσον δεν διέπεται από έναν αυστηρά οριοθετημένο σκοπό ,πρέπει να βασίζεται σε σαφείς προγραμματικές συγκλίσεις και σε πραγματική βούληση συνεργασίας. Η κρισιμότητα των συνθηκών δεν επιτρέπει μια χαλαρή διακυβέρνηση, με βασικό μέλημα την προετοιμασία της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.
Εάν τα κόμματα εξουσίας δεν προτίθενται να υπερβούν ιδεολογικές διαφορές, μικροκομματικές επιδιώξεις και την προσδοκία σύντομης επιστροφής στη μονοκομματική νομή της εξουσίας, τότε η σύμπραξή τους θα αποδειχθεί καταστροφική για τη χώρα, αλλά και για τη δική τους πολιτική επιβίωση. Προτιμότερη θα ήταν η μετεκλογική αυτοδιάλυσή τους, ώστε να αναδειχθούν νέες δυνάμεις και συσχετισμοί, παρά μια χαοτική συγκυβέρνηση.