Νέα Σελίδα, 22/09/19
Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες δεν ήταν βέβαιο αν θα ολοκληρωνόταν η συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε στην προηγούμενη Βουλή. Η κυβερνητική πλειοψηφία επέλεξε τελικά να ολοκληρώσει την αναθεωρητική διαδικασία που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ αντί να προχωρήσει σε ένα νέο αναθεωρητικό εγχείρημα με σκοπό να περιλάβει στις αναθεωρητέες και διατάξεις που δεν υπερψηφίστηκαν από την προηγούμενη Βουλή. Το μειονέκτημα της δεύτερης επιλογής θα ήταν ότι η ολοκλήρωση της αναθεώρησης θα παραπεμπόταν για μετά τις επόμενες εκλογές, ενδεχομένως δηλαδή για το 2023, ιδίως όμως ότι θα συνέχιζαν να ισχύουν μέχρι τότε ανορθολογικές ή προβληματικές διατάξεις που προκαλούν δυσλειτουργίες του πολιτικού συστήματος, με πιο ορατή τη διαδικασία εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Την έκπληξη της προηγούμενης φάσης της αναθεώρησης αποτέλεσε το γεγονός ότι τέσσερα κρίσιμα άρθρα για τη λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος υπερψηφίστηκαν με ευρύτατη πλειοψηφία, που υπερέβαινε κατά πολύ τις 180 ψήφους, με τη στήριξη τόσο της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας όσο και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα αυτά ρυθμίζουν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, την ποινική ευθύνη των υπουργών, τη βουλευτική ασυλία και την ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών. Η επίτευξη των αυξημένων πλειοψηφιών ως προς τα τέσσερα αυτά κρίσιμα άρθρα συνεπάγεται ότι η παρούσα Βουλή έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στην τροποποίησή τους με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή αρκούν 151 ψήφοι, χωρίς να απαιτείται να συναινέσει η αντιπολίτευση.
Την πιο εύλογη εξήγηση της προαναθεωρητικής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ως προς την αναθεώρηση των άρθρων αυτών αποτελεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, προβλέποντας πριν από λίγους μήνες ότι θα χάσει τις εκλογές, επιχείρησε να εγκλωβίσει τη Νέα Δημοκρατία με δέλεαρ την αναθεώρηση της προεδρικής εκλογής στην παγίδα της πενταετούς συνταγματικής προθεσμίας για την έναρξη μίας νέας αναθεωρητικής διαδικασίας, ώστε να αποτρέψει τη σημερινή πλειοψηφία από το να ξεκινήσει άμεσα μία νέα διαδικασία αναθεώρησης, στην οποία θα υιοθετούνταν αλλαγές μείζονος ιδεολογικοπολιτικής βαρύτητας όπως η αναθεώρηση του άρθρου 16 για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και η κατοχύρωση του λεγόμενου χρυσού δημοσιονομικού κανόνα που πρότεινε η Νέα Δημοκρατία. Τον στόχο αυτό φαίνεται ότι τον πέτυχε.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η αναθεώρηση της διαδικασίας προεδρικής εκλογής και της ανάδειξης των μελών των ανεξάρτητων αρχών, που αποτέλεσαν πεδία τριβής για το πολιτικό μας σύστημα, όσο και οι ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη των υπουργών και τη βουλευτική ασυλία, που εκτός των άλλων έχουν αποτελέσει στο παρελθόν αφορμή για τη δυσθυμία της κοινωνίας ως προς την κατάχρηση των προνομίων της πολιτικής τάξης, συνιστούν σημαντικές τομές για τη λειτουργία της πολιτείας και τον εξορθολογισμό της συνταγματικής τάξης. Ωστόσο υπαρκτός παραμένει ο κίνδυνος να προχωρήσει η κυβερνητική πλειοψηφία σε τροποποίηση των συνταγματικών αυτών διατάξεων με την ευκολία που της δίνει το γεγονός ότι η αναθεώρησή τους δεν προϋποθέτει τη σύμπραξη άλλων πολιτικών δυνάμεων. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα το πολιτικό μας σύστημα είναι να υπερβούν τα κόμματα την επικοινωνιακή λογική της τυφλής αντιπαράθεσης, προκειμένου να επιτευχθεί ο βέλτιστος συνταγματικός σχεδιασμός με ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση.
Ως αρνητικό σημείο της αναθεωρητικής διαδικασίας που έχει προαναγγελθεί χαρακτηρίζεται πάντως η ταχύτητα με την οποία πρόκειται να προχωρήσει. Θα ήταν σκόπιμο η παρούσα Βουλή να εξαντλήσει τα όρια της πρώτης συνόδου της, ώστε η σχετική συζήτηση να διεξαχθεί χωρίς χρονική πίεση και με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στον σχετικό διάλογο τόσο της κοινωνίας πολιτών, όσο και της επιστημονικής κοινότητας. Το Σύνταγμα αποτελεί ένα κείμενο μακράς πνοής, οι ατέλειες του οποίου και τυχόν σφάλματα συνταγματικής μηχανικής μπορεί να έχουν εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες για τη χώρα.