“ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟ” ΣΥΝΤΑΓΜΑ;

Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 28/6/2011

Η οικονομική κρίση δεν αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία της κρίσης αντιπροσώπευσης και απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, αλλά οδήγησε στη διόγκωσή της σε ακραίο βαθμό. Μπροστά στην ανοικτή, εντεινόμενη αμφισβήτηση όχι μόνο της πολιτικής τάξης αλλά και οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος, η κυβέρνηση εξήγγειλε την άμεση ενεργοποίηση μίας συμμετοχικής, διαβουλευτικής και δημοψηφισματικής διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος, στο πρότυπο της “συμμετοχικής δημοκρατίας”, προκειμένου να υιοθετηθούν ριζικές τομές στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Αυτή η εξέλιξη προκαλεί ερωτήματα ως προς το εάν είναι αναγκαία η αναθεώρηση, πότε και πώς. Σχετικά με την αναγκαιότητα συνταγματικής αναθεώρησης για την υπέρβαση της κρίσης διατυπώνονται επιφυλάξεις μήπως πρόκειται να χρησιμοποιηθεί πάλι ο αναθεωρητικός λόγος ως επικοινωνιακός μηχανισμός εκτόνωσης της κοινωνικής δυσθυμίας και της απαξίωσης της πολιτικής τάξης. Η απάντηση δεν προκύπτει αβίαστα. Το ισχύον Σύνταγμα πράγματι χρήζει βελτιώσεων σε επιμέρους ρυθμίσεις του, όμως οι όποιες αλλαγές δεν θα λύσουν ως διά μαγείας τα σωρευμένα ελλείμματα αξιοπιστίας, πολιτικής και διακυβέρνησης, ούτε συναρτώνται ευθέως με την κρίση χρέους και την αναπτυξιακή δυσπραγία.
Έμμεσα, πάντως, η συμβολική δύναμη του Συντάγματος διαχέεται σε όλο το εύρος των κρατικών λειτουργιών, της οικονομίας και των κοινωνικών σχέσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η αναζήτηση ενός νέου συνταγματικού πατριωτισμού θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλει στην έξοδο από το τέλμα της κρισιολογίας. Το δίλημμα που τίθεται, ωστόσο, είναι μήπως καλλιεργώντας ψεύτικες προσδοκίες για τις “μαγικές ιδιότητες” του Συντάγματος, προκαλούνταν τελικά η απονομιμοποίησή του, ως τελευταίου οχυρού νομιμότητας και ασφάλειας δικαίου.
Οξύτερος προβάλλει ο προηγούμενος κίνδυνος εάν η αναθεώρηση του Συντάγματος επιχειρηθεί κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων συνταγματικών εγγυήσεων, όπως της πενταετούς προθεσμίας από την ολοκλήρωση της προηγούμενης αναθεώρησης. Μια τέτοια διαδικασία θα συνιστούσε κατάλυση του Συντάγματος, γυρίζοντας την ελληνική πολιτεία πολλές δεκαετίες πίσω. Αμφίβολες εμφανίζονται, επίσης, η νομιμότητα και η σκοπιμότητα αξιοποίησης του θεσμού του δημοψηφίσματος στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας.
Η συμμετοχή του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας πολιτών στον συνταγματικό διάλογο είναι επιβεβλημένη και ευκταία, όμως η δημοψηφισματική οδός δεν κρίνεται πρόσφορη. Η διεύρυνση των συμμετοχικών και διαβουλευτικών στοιχείων στη συνταγματοπαραγωγική διαδικασία δεν αποτελεί νέο αίτημα, όπως δεν είναι καινοφανείς ούτε οι προτάσεις τροποποίησης της αναθεωρητικής διαδικασίας, ώστε να καταστεί πιο ευέλικτη, συμμετοχική και κατά κυριολεξία συναινετική (βλ. Ξ. Κοντιάδης, Η Αναθεώρηση του Συντάγματος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2000). Ωστόσο, η χρησιμοποίηση του Συντάγματος ως “αντιπερισπασμού” έναντι της λαϊκής δυσαρέσκειας ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρότερα προβλήματα, ιδίως εάν επικρατήσει η αντίληψη ότι το Σύνταγμα συνιστά μέρος της πολύπλευρης κρίσης, λειτουργώντας έτσι ως πεδίο διαμάχης μεταξύ συστημικού και αντισυστημικού λόγου. Αυτό θα σήμαινε κατ’ ουσίαν ότι επαναοριοθετούνται οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού τη στιγμή που η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σαν να άλλαζαν δηλαδή οι κανονισμοί κατά τη διάρκεια ενός ντέρμπι, με κίνδυνο να “εξαγριωθούν” οι φίλαθλοι ακόμη περισσότερο ή να επικρατήσουν συνθήκες χαοτικές.