Εφημερίδα “ΗΜΕΡΗΣΙΑ”, 21/01/2006
Η αναθεωρητική πρωτοβουλία που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στις 22.12.2005 αποδεικνύεται, μέσα σε ένα μόλις μήνα, ότι εξελίσσεται με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Κατ’ αρχάς η στιγμή που διάλεξε ο Κ. Καραμανλής για να προβεί στην εξαγγελία της αναθεώρησης ήταν προδήλως ακατάλληλη. Ζητήματα που απαιτούν συναίνεση, νηφαλιότητα και υπέρβαση της κομματικής αντιπαράθεσης μπορεί μεν πολιτικά να προσφέρονται για επικοινωνιακή εκμετάλλευση, όμως θεσμικά είναι εντελώς ασύμβατα προς μία κοινοβουλευτική συζήτηση με αντικείμενο τον προϋπολογισμό, όπου εκδηλώνεται σε όλη της την έκταση η κομματική αντιπαράθεση. Από την πλευρά της η αξιωματική αντιπολίτευση αντέδρασε εξίσου άστοχα, με μία εύκολη υπεκφυγή ότι η ανακοίνωση της αναθεώρησης από τον Πρωθυπουργό αποτελεί κίνηση αντιπερισπασμού μπροστά στα μεγάλα θέματα που απασχολούν την ελληνική πολιτεία. Μα ακόμη και αν είναι έτσι, η στάση αυτή εμπεριέχει ένα κρίσιμο στοιχείο υποβάθμισης της αναθεώρησης του Συντάγματος καθεαυτής. Είναι ή δεν είναι κορυφαίο πολιτικό και πολιτειακό ζήτημα το Σύνταγμα; Αντιφατική λοιπόν η στάση του ΠΑΣΟΚ, που ορθώς μεν υποστηρίζει ότι απαιτείται αναθεώρηση χωρίς προχειρότητα, αναδεικνύοντας τη σοβαρότητα του θέματος, από την άλλη πλευρά όμως κατ’ ουσίαν το υποβαθμίζει όταν ο αντιπολιτευτικός λόγος επικεντρώνεται στο επιχείρημα ότι υπάρχουν άλλα, μείζονα θέματα για να ασχοληθεί η ελληνική πολιτεία. Μια αντίφαση που είναι συναρτημένη με την αδυναμία της Κυβέρνησης να αποδείξει έμπρακτα ότι αντιλαμβάνεται κάτι που θα έπρεπε να είναι πλέον αυτονόητο: Ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί κορυφαία στιγμή για την πολιτεία, που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά, περισσότερο από οποιαδήποτε νομοθετική μεταρρύθμιση, στην προσπάθεια μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού της ελληνικής πολιτείας, αρκεί να τηρηθούν ορισμένες βασικές προϋποθέσεις.
Πρώτη προϋπόθεση: ότι η αναθεώρηση θα διεξαχθεί εν επιγνώσει της σημασίας του Συντάγματος, επιτυγχάνοντας συναινέσεις και συνθέσεις αντιλήψεων, τις οποίες άλλωστε το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει για την αναθεώρησή του. Δεύτερον, ότι θα είναι μία αναθεώρηση στο πλαίσιο της οποίας κάθε πολίτης θα ενημερωθεί, ώστε η κοινωνία πολιτών να έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τα διακυβεύματα και τις προκλήσεις της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Και πρωτίστως θα έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη συζήτηση και να συμβάλλει μετά λόγου γνώσεως στις συνταγματικές αλλαγές. Τρίτη προϋπόθεση: ότι η αναθεώρηση θα έχει ένα στίγμα, μία σαφή και δεδηλωμένη συνταγματική στρατηγική. Και επ’ αυτού η πρόταση του Κ. Καραμανλή, αλλά και η αμηχανία που αναδείχθηκε στις πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, φαίνεται ότι δεν συμβάλουν.
Ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να εξηγήσει ούτε εάν και για ποιο λόγο χρειάζεται σήμερα αναθεώρηση του Συντάγματος, ούτε έπεισε ότι διαθέτει μια ολοκληρωμένη συνταγματική στρατηγική που θα εξειδικευθεί σε συγκεκριμένες αναθεωρητέες διατάξεις. Από την πλευρά του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως συλλογικό υποκείμενο, δεν κατόρθωσε να απαντήσει άμεσα και συγκροτημένα, προβάλλοντας έναν σαφή και επεξεργασμένο συνταγματικοπολιτικό λόγο επ’ αυτού. Οι προτάσεις Καραμανλή ήταν φτωχές, αποσπασματικές, χωρίς να θεμελιώνονται σε μία κεντρική συνταγματική ιδέα. Σε αρκετά σημεία επανέλαβαν ρυθμίσεις που είναι ήδη σαφώς θεσμοθετημένες στο Σύνταγμα. Βρίθουν ασαφειών, ενίοτε εξαιρετικά παρεξηγήσιμων, όπως στα θέματα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τέτοιες προτάσεις αποπροσανατολίζουν τελικά τη συζήτηση για το Σύνταγμα, οδηγώντας σε έναν επικίνδυνο λαϊκισμό. Επιπλέον η πρόταση Καραμανλή δεν περιλαμβάνει δημοκρατικές και δικαιοκρατικές τομές, εκτός από την πρωτοβουλία για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που και αυτή κατατέθηκε κατά τρόπο άτεχνο και εν τέλει επιβλαβή για τη δημόσια εικόνα της πρότασης. Πέραν τούτου κατατέθηκαν από τον Πρωθυπουργό καινοφανείς προτάσεις, όπως επί παραδείγματι αυτή περί περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαστηρίων να «επιβαρύνουν αναδρομικά τον προϋπολογισμό», που συνιστά θέση βαθύτατα απαξιωτική και αναχρονιστική ως προς το ρόλο της δικαιοσύνης, ακραία συντηρητική ως προς τα δικαιώματα των πολιτών και, εν τέλει, σαφέστατα αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Άρα μία πρόταση που εγκυμονεί τον κίνδυνο, εάν κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα, να οδηγηθεί εκ νέου η χώρα σε διεθνή διασυρμό, όπως στην περίπτωση του βασικού μετόχου, θέμα πάντως στο οποίο ο Πρωθυπουργός επέδειξε πολιτική γενναιότητα και συνταγματική σοβαρότητα, προτείνοντας να τροποποιηθεί η ατυχέστατη ρύθμιση του περιβόητου άρθρου 14 παρ. 9. Εξίσου ατυχής ήταν η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 για τη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος, που θα έχει ως συνέπεια να ανοίξει ένας νέος γύρος αντιπαράθεσης μεταξύ οικολογικών οργανώσεων, ποικίλων συνεταιρισμών ή και καταπατητών, με το βλέμμα παράλληλα στραμμένο στο ζήτημα των αρμοδιοτήτων που θα (πρέπει να) διατηρήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας στα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Πέρα όμως από τις προηγούμενες, ενδεικτικές παρατηρήσεις, ο Πρωθυπουργός ούτε πρότεινε την αναθεώρηση διατάξεων που πραγματικά θα ολοκληρώσουν ή θα επανορθώσουν την αναθεώρηση του 2001, ιδίως σε ορισμένα σημεία όπου στην πράξη αναδείχθηκαν αστοχίες και δυσλειτουργίες, ούτε υποστήριξε την εισαγωγή συνταγματικών παρεμβάσεων με μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο. Συνταγματικοπολιτικά η πρόταση του Πρωθυπουργού χαρακτηρίζεται ως συντηρητική, καθώς δεν αγγίζει ζητήματα θωράκισης της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν ενισχύει τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν ενδυναμώνει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, δεν εισάγει αντίβαρα στον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν αντιμετωπίζει τις δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης, πρωτίστως τα φαινόμενα κομματισμού και διαφθοράς.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν προωθούν μέχρι σήμερα τη διεξαγωγή ενός γόνιμου πολιτικού διαλόγου για μια κορυφαία στιγμή της πολιτείας, όπως η συνταγματική αναθεώρηση. Δεν φαίνεται λοιπόν να αναδεικνύεται η συνταγματική στρατηγική και οι κατευθύνσεις μιας γενναίας και αναγκαίας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, που θα συμπληρώσει το εγχείρημα εκσυγχρονισμού του Συντάγματος το οποίο ξεκίνησε η προηγούμενη -ανεπαρκώς αξιοποιηθείσα- αναθεώρηση του 2001. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, κρίνεται απαραίτητος ένας εκτεταμένος δημόσιος διάλογος για όλες τις πτυχές της αναθεώρησης, στο πλαίσιο της «ανοιχτής κοινωνίας των αναθεωρητών του Συντάγματος», χωρίς μικροκομματικούς περιορισμούς, με συγκεκριμένες προτάσεις τόσο σε επίπεδο συνταγματικής στρατηγικής όσο και στο επίπεδο των επιμέρους, σύνθετων ζητημάτων. Ζητημάτων όπου η γνώμη των συνταγματολόγων προφανώς είναι απαραίτητη, προκειμένου να διευκολυνθεί η διεύρυνση του διαλόγου σε όλη την κοινωνία μέσω της κριτικής παρουσίασης των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων κάθε αναθεωρητικής πρότασης. Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μεν μια πολιτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας όμως είναι απαραίτητο να μπορεί η κοινωνία πολιτών να αντιλαμβάνεται τα διακυβεύματα και να συμμετέχει.
Πρώτη προϋπόθεση: ότι η αναθεώρηση θα διεξαχθεί εν επιγνώσει της σημασίας του Συντάγματος, επιτυγχάνοντας συναινέσεις και συνθέσεις αντιλήψεων, τις οποίες άλλωστε το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει για την αναθεώρησή του. Δεύτερον, ότι θα είναι μία αναθεώρηση στο πλαίσιο της οποίας κάθε πολίτης θα ενημερωθεί, ώστε η κοινωνία πολιτών να έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τα διακυβεύματα και τις προκλήσεις της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Και πρωτίστως θα έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει στη συζήτηση και να συμβάλλει μετά λόγου γνώσεως στις συνταγματικές αλλαγές. Τρίτη προϋπόθεση: ότι η αναθεώρηση θα έχει ένα στίγμα, μία σαφή και δεδηλωμένη συνταγματική στρατηγική. Και επ’ αυτού η πρόταση του Κ. Καραμανλή, αλλά και η αμηχανία που αναδείχθηκε στις πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, φαίνεται ότι δεν συμβάλουν.
Ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να εξηγήσει ούτε εάν και για ποιο λόγο χρειάζεται σήμερα αναθεώρηση του Συντάγματος, ούτε έπεισε ότι διαθέτει μια ολοκληρωμένη συνταγματική στρατηγική που θα εξειδικευθεί σε συγκεκριμένες αναθεωρητέες διατάξεις. Από την πλευρά του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ως συλλογικό υποκείμενο, δεν κατόρθωσε να απαντήσει άμεσα και συγκροτημένα, προβάλλοντας έναν σαφή και επεξεργασμένο συνταγματικοπολιτικό λόγο επ’ αυτού. Οι προτάσεις Καραμανλή ήταν φτωχές, αποσπασματικές, χωρίς να θεμελιώνονται σε μία κεντρική συνταγματική ιδέα. Σε αρκετά σημεία επανέλαβαν ρυθμίσεις που είναι ήδη σαφώς θεσμοθετημένες στο Σύνταγμα. Βρίθουν ασαφειών, ενίοτε εξαιρετικά παρεξηγήσιμων, όπως στα θέματα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Τέτοιες προτάσεις αποπροσανατολίζουν τελικά τη συζήτηση για το Σύνταγμα, οδηγώντας σε έναν επικίνδυνο λαϊκισμό. Επιπλέον η πρόταση Καραμανλή δεν περιλαμβάνει δημοκρατικές και δικαιοκρατικές τομές, εκτός από την πρωτοβουλία για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που και αυτή κατατέθηκε κατά τρόπο άτεχνο και εν τέλει επιβλαβή για τη δημόσια εικόνα της πρότασης. Πέραν τούτου κατατέθηκαν από τον Πρωθυπουργό καινοφανείς προτάσεις, όπως επί παραδείγματι αυτή περί περιορισμού της αρμοδιότητας των δικαστηρίων να «επιβαρύνουν αναδρομικά τον προϋπολογισμό», που συνιστά θέση βαθύτατα απαξιωτική και αναχρονιστική ως προς το ρόλο της δικαιοσύνης, ακραία συντηρητική ως προς τα δικαιώματα των πολιτών και, εν τέλει, σαφέστατα αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Άρα μία πρόταση που εγκυμονεί τον κίνδυνο, εάν κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα, να οδηγηθεί εκ νέου η χώρα σε διεθνή διασυρμό, όπως στην περίπτωση του βασικού μετόχου, θέμα πάντως στο οποίο ο Πρωθυπουργός επέδειξε πολιτική γενναιότητα και συνταγματική σοβαρότητα, προτείνοντας να τροποποιηθεί η ατυχέστατη ρύθμιση του περιβόητου άρθρου 14 παρ. 9. Εξίσου ατυχής ήταν η πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 24 για τη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος, που θα έχει ως συνέπεια να ανοίξει ένας νέος γύρος αντιπαράθεσης μεταξύ οικολογικών οργανώσεων, ποικίλων συνεταιρισμών ή και καταπατητών, με το βλέμμα παράλληλα στραμμένο στο ζήτημα των αρμοδιοτήτων που θα (πρέπει να) διατηρήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας στα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Πέρα όμως από τις προηγούμενες, ενδεικτικές παρατηρήσεις, ο Πρωθυπουργός ούτε πρότεινε την αναθεώρηση διατάξεων που πραγματικά θα ολοκληρώσουν ή θα επανορθώσουν την αναθεώρηση του 2001, ιδίως σε ορισμένα σημεία όπου στην πράξη αναδείχθηκαν αστοχίες και δυσλειτουργίες, ούτε υποστήριξε την εισαγωγή συνταγματικών παρεμβάσεων με μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο. Συνταγματικοπολιτικά η πρόταση του Πρωθυπουργού χαρακτηρίζεται ως συντηρητική, καθώς δεν αγγίζει ζητήματα θωράκισης της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν ενισχύει τα κοινωνικά δικαιώματα, δεν ενδυναμώνει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, δεν εισάγει αντίβαρα στον πρωθυπουργοκεντρικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, δεν αντιμετωπίζει τις δυσλειτουργίες της δημόσιας διοίκησης, πρωτίστως τα φαινόμενα κομματισμού και διαφθοράς.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν προωθούν μέχρι σήμερα τη διεξαγωγή ενός γόνιμου πολιτικού διαλόγου για μια κορυφαία στιγμή της πολιτείας, όπως η συνταγματική αναθεώρηση. Δεν φαίνεται λοιπόν να αναδεικνύεται η συνταγματική στρατηγική και οι κατευθύνσεις μιας γενναίας και αναγκαίας αναθεωρητικής πρωτοβουλίας, που θα συμπληρώσει το εγχείρημα εκσυγχρονισμού του Συντάγματος το οποίο ξεκίνησε η προηγούμενη -ανεπαρκώς αξιοποιηθείσα- αναθεώρηση του 2001. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, κρίνεται απαραίτητος ένας εκτεταμένος δημόσιος διάλογος για όλες τις πτυχές της αναθεώρησης, στο πλαίσιο της «ανοιχτής κοινωνίας των αναθεωρητών του Συντάγματος», χωρίς μικροκομματικούς περιορισμούς, με συγκεκριμένες προτάσεις τόσο σε επίπεδο συνταγματικής στρατηγικής όσο και στο επίπεδο των επιμέρους, σύνθετων ζητημάτων. Ζητημάτων όπου η γνώμη των συνταγματολόγων προφανώς είναι απαραίτητη, προκειμένου να διευκολυνθεί η διεύρυνση του διαλόγου σε όλη την κοινωνία μέσω της κριτικής παρουσίασης των επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων κάθε αναθεωρητικής πρότασης. Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μεν μια πολιτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας όμως είναι απαραίτητο να μπορεί η κοινωνία πολιτών να αντιλαμβάνεται τα διακυβεύματα και να συμμετέχει.