Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 3/6/2014
Κατ’ αρχάς είναι προφανές ότι στην παρούσα συγκυρία απουσιάζουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση ενός επιτυχούς αναθεωρητικού εγχειρήματος. Η επίτευξη αυξημένων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, σε ένα περιβάλλον υψηλής πολιτικής έντασης, φαίνεται ανέφικτη με τους παρόντες κομματικούς συσχετισμούς. Επιπλέον, οι θέσεις των πρωταγωνιστών της κομματικής αντιπαράθεσης σε κρίσιμα ζητήματα συνταγματικής πολιτικής εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις.
Καθώς πριν από δύο εβδομάδες πραγματοποιήθηκαν κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις, ενώ απομένουν μόλις εννέα μήνες για την ανάδειξη Προέδρου της Δημοκρατίας, οι αυξημένες πιθανότητες να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές ωθούν τα κόμματα να αξιοποιήσουν κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο εκλογικής επιρροής. Έτσι, κάθε αναθεωρητική πρωτοβουλία μοιάζει να εντάσσεται μάλλον στον προεκλογικό λόγο παρά σε μια μακρόπνοη μέριμνα της πολιτικής τάξης να βελτιώσει τους θεμελιώδεις κανόνες οργάνωσης του κράτους. Πρόκειται, δηλαδή, ακριβώς για πολιτικές συνθήκες που προεξοφλούν, με μαθηματική βεβαιότητα, άλλον έναν συνταγματικό διάλογο με το βλέμμα στραμμένο σε μικροκομματικά οφέλη. Μια τέτοια επιλογή συνιστά δείγμα θεσμικής επιπολαιότητας, που εγκυμονεί τον κίνδυνο είτε να χαθεί ακόμη μια αναθεωρητική ευκαιρία είτε να ενσωματωθούν στο Σύνταγμα άστοχες ρυθμίσεις.
Αν οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις διαθέτουν πράγματι τη βούληση να αλλάξουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, τότε υπάρχει μια σειρά ζητημάτων για τα οποία αρκεί η ψήφιση νόμων ή η αυτοδέσμευση των πολιτικών κομμάτων. Η εκλογική νομοθεσία, ο έλεγχος του πολιτικού χρήματος, ο εκδημοκρατισμός των κομματικών λειτουργιών, το ασυμβίβαστο υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας, η μείωση του αριθμού των βουλευτών δεν προϋποθέτουν συνταγματική αναθεώρηση.