Συνέντευξη στην Μαριάννα Μητροπούλου, patrisnews.com 3.11.2023
«Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο». Τι σας ώθησε στο να καταπιαστείτε συγγραφικά με την ιστορία της υπόθεσης Μπελογιάννη;
Όταν έπεσα τυχαία πάνω στην ιστορία των ηρώων του βιβλίου, ήταν τόσο συναρπαστική ώστε άρχισα να ερευνώ τα γεγονότα, τα πρόσωπα, τη ζωή και τα πάθη τους, τις πολιτικές ίντριγκες της εποχής και την τραγική μοίρα τους. Όσο σκάλιζα αυτές τις ιστορίες τόσο ανακάλυπτα συγκλονιστικές πτυχές και λεπτομέρειες, που δεν θα μπορούσε να επινοήσει ούτε η πιο ευρηματική λογοτεχνική φαντασία. Σκέφτηκα ότι αυτή η ιστορία θα ενδιέφερε και θα συγκινούσε πολλούς αναγνώστες. Φαίνεται πως είχα δίκιο.
Το βιβλίο αυτό έχει μια πολυπρισματική προσέγγιση, και σίγουρα προχωρώντας κανείς την ανάγνωσή του καταλαβαίνει την βαθιά σας γνώση πάνω στα πραγματικά περιστατικά. Πόση μελέτη απαιτήθηκε για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο; Αξιοποιήσατε μαρτυρίες; Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτή τη «διαδρομή»;
Ασφαλώς χρειάστηκε αρκετή αρχειακή έρευνα για να ξεκαθαρίσουν διάφορα αμφιλεγόμενα γεγονότα. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα του βιβλίου είναι πραγματικά. Βρισκόμαστε στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Νίκος Μπελογιάννης έρχεται στην Ελλάδα με αποστολή να αναδιοργανώσει τον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Στην Αθήνα γνωρίζει την Έλλη Ιωαννίδου και ερωτεύονται. Γύρω από τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο υπάρχει ένας κύκλος προσώπων που έχουν την ίδια «τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο», όμως οι ζωές τους διαλύονται μέσα στη δίνη των μετεμφυλιακών συγκρούσεων. Υπάρχουν ωστόσο αρκετοί διάλογοι και σκέψεις των πρωταγωνιστών του βιβλίου που είναι προϊόν μυθοπλασίας.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός πως στο βιβλίο σας δεν εστιάζετε μόνο στο Νίκο Μπελογιάννη, αλλά και στον Δημήτρη Μπάτση, τον Ηλία Αργυριάδη, τον Νίκο Καλούμενο, που εκτελέστηκαν μαζί του. Τρία πρόσωπα για τα οποία μια μεγάλη μερίδα του κόσμου δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα. Πιστεύετε ότι αδικήθηκαν κάπως από την ιστορία; Κι αν ναι, γιατί συνέβη αυτό;
Νομίζω ότι η λάμψη του Μπελογιάννη σκίασε τα άλλα πρόσωπα που εκτελέστηκαν μαζί του και των οποίων οι πολιτικές και ανθρώπινες ιστορίες έχουν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Για τον Νίκο Μπελογιάννη έχουν γραφτεί πολλά, μεταξύ των οποίων αρκετά κείμενα από τη σύντροφό του Έλλη Ιωαννίδου, που επίσης καταδικάστηκε σε θάνατο. Λιγότερο γνωστός είναι ο Δημήτρης Μπάτσης, αστός διανοούμενος που έγραψε το περίφημο έργο «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα» και η ιστορία του είναι γεμάτη αντιφάσεις και απρόβλεπτες τροπές, ο Νίκος και η Μπεάτα Κιτσίκη, ο Ηλίας Αργυριάδης και η τραγική μοίρα των παιδιών του αλλά και πολιτικά πρόσωπα όπως ο Πλαστήρας, ο Ζαχαριάδης και ο διαβόητος Αμερικανός πρέσβης Τζον Πιούριφοϋ. Είναι πολλά τα πρόσωπα που δρουν στο βιβλίο, όπου προσπαθώ να περιγράψω ιδίως τη σύγκρουση ανάμεσα στην επιθυμία τους να ζήσουν μια κανονική ζωή με τους έρωτες, τις οικογένειες και τις καθημερινές χαρές από τη μία πλευρά και από την άλλη την αυτοδέσμευσή τους να συμβάλλουν στην κοινωνική απελευθέρωση, στη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.
Μέσα από το βιβλίο σας φωτίζεται μια εποχή, η οποία ακόμη και σήμερα παραμένει θολή στη συνείδηση αρκετού κόσμου. Τα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια δεν τα συναντάμε συχνά σε βιβλία, ταινίες ή σειρές. Υπάρχει πιστεύετε κάποια εξήγηση γι’ αυτό;
Βρισκόμαστε στην εποχή που κυριαρχεί ο μακαρθισμός στις ΗΠΑ, που προετοιμάζεται η είσοδος της Ελλάδας και ταυτόχρονα της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και τίθεται σε ισχύ το αναχρονιστικό ελληνικό Σύνταγμα του 1952. Ακριβώς εκείνη την περίοδο συμβαίνει η καταδίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη, του Μπάτση, του Αργυριάδη και του Καλούμενου στις 30.3.1952.
Σε αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες αποκαλύπτονται απογυμνωμένοι οι μηχανισμοί της μετεμφυλιακής εξουσίας, η βία, οι αδίστακτες πρακτικές και πώς μέσα σε αυτές τις πολιτικές και ιστορικές συγκρούσεις διαλύθηκαν οι ζωές ανθρώπων που με αξιοπρέπεια αγωνίστηκαν για τις ιδέες τους. Και ήταν πράγματι τρέλα να συνεχίζουν να αγωνίζονται για την κοινωνική αλλαγή μετά την ήττα της Αριστεράς στον Εμφύλιο, σε έναν κόσμο όπου τότε ακριβώς διαμορφώνονται δύο αντίπαλοι πόλοι με ψυχροπολεμικούς όρους. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται βέβαια επίσης τα ιστορικά λάθη και οι εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς. Πρόκειται για τραυματικά γεγονότα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, που κατά τη γνώμη μου έχουν αφήσει το στίγμα τους στο συλλογικό ασυνείδητο και ενδεχομένως δεν θέλουμε να θυμόμαστε.
Πρόσφατα εκδώσατε ακόμη ένα βιβλίο, “Η νύχτα που έφυγε ο Παύλος”, στο οποίο εκδιπλώνεται η ιστορία του Παύλου Φύσσα. Κάποια κοινά που μπορώ να παρατηρήσω ανάμεσα στο τελευταίο σας βιβλίο και στο «Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο», είναι ότι και στα δύο συναντάμε μια γραφή σχεδόν κινηματογραφική, που θυμίζει πολιτικό νουάρ, ενώ και στα δύο βιβλία αφηγείστε πραγματικά περιστατικά, αναφέρεστε σε αληθινά πρόσωπα και εστιάζετε σε γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη νεότερη ιστορία μας. Τι σας εμπνέει σε αυτές τις ιστορίες;
Έγραψα αυτά τα δύο βιβλία επειδή δεν μπορούσα να μην το κάνω όταν έπεσα πάνω σε αυτές τις συγκλονιστικές ιστορίες. Ήθελα να τις μεταγράψω και να τις επικοινωνήσω με ανθρώπους που ήμουν σίγουρος ότι θα ήθελαν να τις διαβάσουν. Πολλοί από εκείνους που διάβασαν τα βιβλία μού μίλησαν για τη γνήσια συγκίνηση που τους προκάλεσε η μοίρα αυτών των ανθρώπων. Αυτή η γνήσια συγκίνηση που προκαλούν οι ιστορίες είναι κατά τη γνώμη μου οι πιο σημαντικές πτυχές του βιβλίου. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω, γιατί οι αληθινές ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι συγκλονιστικές.
Κυρίως όμως τα δύο αυτά βιβλία είναι μια απάντηση στο αίτημα της μνήμης. Άλλοι θέλουμε να θυμόμαστε και άλλοι θέλουν να ξεχάσουμε την περίοδο που η Χρυσή Αυγή παρέλαυνε στους δρόμους δολοφονώντας, εκφοβίζοντας, βιαιοπραγώντας, απειλώντας. Το ίδιο ισχύει για τη σκοτεινή μετεμφυλιακή περίοδο στην οποία αναφέρεται «Η τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο».
Εσείς βλέπετε σήμερα γύρω σας ανθρώπους που έχουν την τρέλα να θέλουν «ν’ αλλάξουν το κόσμο»;
Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα εμπνέονται από ιδανικά όπως η ελευθερία και η δικαιοσύνη. Ενδεχομένως θα ήταν τρέλα να μην θέλουν ν’ αλλάξουν έναν κόσμο ανισοτήτων, περιβαλλοντικής καταστροφής, παραβίασης θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και πανταχού παρούσας φυσικής και συμβολικής βίας.