Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 5/4/2009
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο κουρασμένος αισθάνεται ο πρωθυπουργός. Όμως παρότι ένας πρωθυπουργός θρέφεται με το ελιξίριο της εξουσίας, η κόπωσή του θεωρείται εύλογη. Αυτός αποτελεί το «κέντρο διακυβέρνησης», που συγκεντρώνει το συνολικό βάρος και την ευθύνη για την πορεία της χώρας. Αυτός επιλέγει τους υπουργούς και συντονίζει τη λειτουργία της κυβέρνησης, αυτός κατευθύνει τις ενέργειες των δημόσιων υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτός καλείται προεκλογικά να πείσει τους πολίτες για την ικανότητα του κόμματός του να κυβερνήσει. Και σε αυτόν στρέφονται τα βέλη της κριτικής όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά για τη χώρα ή το κόμμα. Αποτελούν όμως όλα αυτά ένα έργο που μπορεί να επιτελέσει ένα φυσικό πρόσωπο, χωρίς οργανωμένη, υποστήριξη από τους κατάλληλους διοικητικούς μηχανισμούς;
Είναι γνωστό ότι το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως πρωθυπουργοκεντρικό. Ενώ, όμως, η συνταγματική κατοχύρωση της θεσμικής υπεροχής του πρωθυπουργού είναι σαφής, στην πράξη δεν διαθέτει τον αναγκαίο μηχανισμό υποστήριξης των αυξημένων αρμοδιοτήτων του. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια θεσμική αντίφαση μεταξύ των συνταγματικών ρυθμίσεων και της διοικητικής οργάνωσης του πρωθυπουργικού αξιώματος. Και εδώ εντοπίζεται ο λόγος που ο πρωθυπουργός θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί αδύναμος, υπερφορτωμένος ή και κουρασμένος.
Σήμερα η πολιτική και συνταγματική ανάλυση οδηγείται σε δύο κρίσιμα συμπεράσματα: Απαιτούνται θεσμικά αντίβαρα απέναντι στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες (συλλογικότερη λειτουργία της κυβέρνησης, «απελευθέρωση» του λόγου των βουλευτών κ.ά.). Κι από την άλλη, κρίνεται επιβεβλημένη η διοικητική αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών που υποστηρίζουν το έργο του. Απαιτείται να θεσπιστούν διαδικασίες οργάνωσης και υποστήριξης της κυβέρνησης. Η συλλογική λειτουργία και ο επιτελικός ρόλος της κυβέρνησης πρέπει να υποστηρίζονται από μια Γενική Γραμματεία με στελέχωση και αρμοδιότητες τέτοιες, ώστε να επιτυγχάνεται η τεχνική υποστήριξη τόσο του πρωθυπουργού όσο και της κυβέρνησης, που θα συμβάλλει στον οριζόντιο συντονισμό των πολιτικών, στην παρακολούθηση της εφαρμογής τους, στον έλεγχο της ποιότητας των προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να υποστηριχθεί διοικητικά και συντονιστικά η άσκηση των πρωθυπουργικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες αν και εμφανίζονται εξαιρετικά ενισχυμένες, σε επίπεδο εποπτείας της κυβέρνησης και συντονισμού των δράσεών της παρουσιάζουν διαχρονικά σημαντικά κενά και ελλείψεις.
Είναι γνωστό ότι το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως πρωθυπουργοκεντρικό. Ενώ, όμως, η συνταγματική κατοχύρωση της θεσμικής υπεροχής του πρωθυπουργού είναι σαφής, στην πράξη δεν διαθέτει τον αναγκαίο μηχανισμό υποστήριξης των αυξημένων αρμοδιοτήτων του. Διαπιστώνεται, δηλαδή, μια θεσμική αντίφαση μεταξύ των συνταγματικών ρυθμίσεων και της διοικητικής οργάνωσης του πρωθυπουργικού αξιώματος. Και εδώ εντοπίζεται ο λόγος που ο πρωθυπουργός θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί αδύναμος, υπερφορτωμένος ή και κουρασμένος.
Σήμερα η πολιτική και συνταγματική ανάλυση οδηγείται σε δύο κρίσιμα συμπεράσματα: Απαιτούνται θεσμικά αντίβαρα απέναντι στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες (συλλογικότερη λειτουργία της κυβέρνησης, «απελευθέρωση» του λόγου των βουλευτών κ.ά.). Κι από την άλλη, κρίνεται επιβεβλημένη η διοικητική αναδιάρθρωση των δημόσιων υπηρεσιών που υποστηρίζουν το έργο του. Απαιτείται να θεσπιστούν διαδικασίες οργάνωσης και υποστήριξης της κυβέρνησης. Η συλλογική λειτουργία και ο επιτελικός ρόλος της κυβέρνησης πρέπει να υποστηρίζονται από μια Γενική Γραμματεία με στελέχωση και αρμοδιότητες τέτοιες, ώστε να επιτυγχάνεται η τεχνική υποστήριξη τόσο του πρωθυπουργού όσο και της κυβέρνησης, που θα συμβάλλει στον οριζόντιο συντονισμό των πολιτικών, στην παρακολούθηση της εφαρμογής τους, στον έλεγχο της ποιότητας των προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να υποστηριχθεί διοικητικά και συντονιστικά η άσκηση των πρωθυπουργικών αρμοδιοτήτων, οι οποίες αν και εμφανίζονται εξαιρετικά ενισχυμένες, σε επίπεδο εποπτείας της κυβέρνησης και συντονισμού των δράσεών της παρουσιάζουν διαχρονικά σημαντικά κενά και ελλείψεις.