ΤΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 28/1/2014

Εάν το ερώτημα «πού πάει η Ευρώπη» είχε κάποιες πιθανότητες να απαντηθεί πριν από τη χρηματοπιστωτική και δημοσιονομική κρίση, σήμερα η απάντηση εμφανίζεται ακόμη δυσχερέστερη. Ωστόσο, αυτό που ανέδειξε η κρίση είναι ότι εντέλει, πριν τεθεί καν το προηγούμενο ερώτημα, θα έπρεπε πρώτα να έχει επιλυθεί, έστω σε αδρές γραμμές, το ζήτημα «ποια Ευρώπη θέλουμε» ή ακόμη ακριβέστερα «προς τι η Ενωμένη Ευρώπη», ποια είναι δηλαδή σε τελική ανάλυση τα αίτια δημιουργίας και οι σκοποί που εξυπηρετεί το ενωσιακό εγχείρημα.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αποτελεί μια διαδικασία σταδιακής εκχώρησης κυριαρχικών αρμοδιοτήτων από τα κράτη-έθνη προς έναν ιδιότυπο, «συμπολιτειακό» οργανισμό, κατά τρόπο ασύμμετρο ως προς τους τομείς που καλύπτουν οι εν λόγω αρμοδιότητες: ενώ στην οικονομική σφαίρα το κοινοτικό κεκτημένο καλύπτει πλέον, κατεξοχήν μετά την ΟΝΕ, ένα ευρύτατο τμήμα πεδίων παρέμβασης, αντίθετα στο πολιτικό, κοινωνικό και δημοσιονομικό επίπεδο τα επιτεύγματα της ενωσιακής οικοδόμησης εμφανίζονται ισχνά. Αυτή η ασυμμετρία προκαλεί έναν εντεινόμενο προβληματισμό ως προς την εξέλιξη της ενοποιητικής πορείας.

Κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει την απόληξη του ενωσιακού εγχειρήματος, όμως οι εξελίξεις μετά την κρίση θέτουν κατά ολοένα επιτακτικότερο τρόπο ορισμένα κρίσιμα, εντέλει «υπαρξιακής» υφής ερωτήματα ως προς τον τρόπο λειτουργίας, τη στοχοθεσία και τις προοπτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Μπορεί να «εκδημοκρατιστεί» το ενωσιακό οικοδόμημα τη στιγμή που δεν είναι δυνατόν σήμερα να γίνεται λόγος για έναν ευρωπαϊκό δήμο;Οι ενωσιακές ιδιομορφίες είναι συμβατές με το ομοσπονδιακό πρότυπο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί ιστορικά σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ελβετία, ή ορθότερο θα ήταν να γίνει λόγος για μια διαδικασία «ομοσπονδίωσης» με άδηλα χαρακτηριστικά; Και, εάν η απάντηση είναι καταφατική, θα μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας πολιτικής σφαίρας και μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας πολιτών; Μπροστά στον κίνδυνο ακόμα και διάλυσής της, η ΕΕ οφείλει να θέσει εκ νέου τα θεμελιώδη αυτά ζητήματα σε έναν ανοικτό διάλογο με τους λαούς.