Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 1/2/2011
Τι δουλειά έχουν 250 αντικανονικοί μετανάστες μέσα στη Νομική Σχολή; Για ορισμένους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αν είναι να πραγματοποιηθεί ένα βήμα στην υπόθεση του μεταναστευτικού, ας μετατραπεί για μερικές μέρες το άσυλο σε παρωδία. Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πώς θα επηρεάσει αυτή η περιπέτεια τον διεξαγόμενο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου, που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αποπροσανατολίζοντάς τον και εισφέροντας επιχειρήματα εναντίον της αυτοτέλειας των ανώτατων ιδρυμάτων.
Οι συνθήκες ασφαλώς ήταν ώριμες για να τεθεί το άσυλο στο στόχαστρο των πάντων. Όσοι επί μήνες καταμαρτυρούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο μύριες όσες δυσλειτουργίες, ανομίες και αποτυχίες θεώρησαν ότι τα γεγονότα της Νομικής Σχολής τούς επιβεβαιώνουν, ενισχύοντας έτσι την αντίληψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, με κύρια κατεύθυνση τον εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο. Ευτύχημα υπήρξε ότι οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών μερίμνησαν για την αποφυγή μιας βίαιης εκκένωσης της Σχολής, όχι μόνο για ευνόητους ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή θα συσκότιζε ακόμη περισσότερο τη σημασία της ακαδημαϊκής λειτουργίας του θεσμού του ασύλου. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δέχθηκε πάντως άλλο ένα χτύπημα στην αξιοπιστία του.
Ωστόσο, ακόμη και ως φάρσα ή παρωδία, η υπόθεση των διαμαρτυρόμενων μεταναστών εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την τροπή του διαλόγου περί μετανάστευσης, όσο και για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Oσα έγιναν συνεπάγονται την περαιτέρω επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στους πανεπιστημιακούς θεσμούς και ισχυροποιούν τις συντηρητικές απόψεις που προβλήθηκαν κατά κόρον από ορισμένα ΜΜΕ, επιδιώκοντας τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε ένα αποστειρωμένο κέλυφος υποδοχής νέων ανθρώπων, από όπου θα εξέλθουν ως απασχολήσιμοι «προσοντούχοι» και όχι ως μορφωμένοι πολίτες. Όπως πίσω από την παραβίαση του ασύλου από κάθε μορφής κοινωνικές ομάδες κρύβεται ένας υφέρπων αυταρχισμός, εξίσου ολισθηρή είναι η κατάργηση των εγγυήσεων αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου εν ονόματι της προστασίας του από τις ομάδες αυτές.
Όταν διασταυρώνονται δύο δημόσιες πολιτικές που αμφότερες έχουν προ πολλού οδηγηθεί σε αδιέξοδο, τότε το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Πολύ περισσότερο όταν η διασταύρωση συντελείται εν μέσω οικονομικής και αξιακής κρίσης.
Αυτό που επείγει σήμερα είναι ένας απερίσπαστος και απροκατάληπτος διάλογος για τις αναγκαίες αλλαγές στο πανεπιστήμιο. Η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ του κράτους, των πανεπιστημιακών και της κοινωνίας οξύνεται όταν παρεισφρέουν στη σκηνή και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο πρόσωπα από ένα άλλο δράμα. Αν και τα όρια μεταξύ σοβαρού και γελοίου έχουν προ πολλού καταρρεύσει στην ελληνική επικράτεια, η προκαλούμενη φθορά των θεσμών μόνο εκείνους που επιθυμούν την αποσάθρωσή τους χαροποιεί. Και εκείνοι δεν είναι άλλοι από τους εχθρούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου, όσους εκκολάπτουν το αβγό του φιδιού. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μόνο πεδίο σύζευξης μεταξύ μεταναστευτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, δηλαδή στην «ευπάθεια» αμφοτέρων απέναντι στον αυταρχισμό.
Οι συνθήκες ασφαλώς ήταν ώριμες για να τεθεί το άσυλο στο στόχαστρο των πάντων. Όσοι επί μήνες καταμαρτυρούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο μύριες όσες δυσλειτουργίες, ανομίες και αποτυχίες θεώρησαν ότι τα γεγονότα της Νομικής Σχολής τούς επιβεβαιώνουν, ενισχύοντας έτσι την αντίληψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, με κύρια κατεύθυνση τον εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο. Ευτύχημα υπήρξε ότι οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών μερίμνησαν για την αποφυγή μιας βίαιης εκκένωσης της Σχολής, όχι μόνο για ευνόητους ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή θα συσκότιζε ακόμη περισσότερο τη σημασία της ακαδημαϊκής λειτουργίας του θεσμού του ασύλου. Το δημόσιο πανεπιστήμιο δέχθηκε πάντως άλλο ένα χτύπημα στην αξιοπιστία του.
Ωστόσο, ακόμη και ως φάρσα ή παρωδία, η υπόθεση των διαμαρτυρόμενων μεταναστών εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την τροπή του διαλόγου περί μετανάστευσης, όσο και για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Oσα έγιναν συνεπάγονται την περαιτέρω επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στους πανεπιστημιακούς θεσμούς και ισχυροποιούν τις συντηρητικές απόψεις που προβλήθηκαν κατά κόρον από ορισμένα ΜΜΕ, επιδιώκοντας τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε ένα αποστειρωμένο κέλυφος υποδοχής νέων ανθρώπων, από όπου θα εξέλθουν ως απασχολήσιμοι «προσοντούχοι» και όχι ως μορφωμένοι πολίτες. Όπως πίσω από την παραβίαση του ασύλου από κάθε μορφής κοινωνικές ομάδες κρύβεται ένας υφέρπων αυταρχισμός, εξίσου ολισθηρή είναι η κατάργηση των εγγυήσεων αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου εν ονόματι της προστασίας του από τις ομάδες αυτές.
Όταν διασταυρώνονται δύο δημόσιες πολιτικές που αμφότερες έχουν προ πολλού οδηγηθεί σε αδιέξοδο, τότε το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Πολύ περισσότερο όταν η διασταύρωση συντελείται εν μέσω οικονομικής και αξιακής κρίσης.
Αυτό που επείγει σήμερα είναι ένας απερίσπαστος και απροκατάληπτος διάλογος για τις αναγκαίες αλλαγές στο πανεπιστήμιο. Η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ του κράτους, των πανεπιστημιακών και της κοινωνίας οξύνεται όταν παρεισφρέουν στη σκηνή και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο πρόσωπα από ένα άλλο δράμα. Αν και τα όρια μεταξύ σοβαρού και γελοίου έχουν προ πολλού καταρρεύσει στην ελληνική επικράτεια, η προκαλούμενη φθορά των θεσμών μόνο εκείνους που επιθυμούν την αποσάθρωσή τους χαροποιεί. Και εκείνοι δεν είναι άλλοι από τους εχθρούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου, όσους εκκολάπτουν το αβγό του φιδιού. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μόνο πεδίο σύζευξης μεταξύ μεταναστευτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, δηλαδή στην «ευπάθεια» αμφοτέρων απέναντι στον αυταρχισμό.