Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 31/5/2011
Ο πρωθυπουργός και κορυφαίοι υπουργοί στερεότυπα επαναλαμβάνουν ότι επιβεβλημένη στην παρούσα συγκυρία κρίνεται η επίτευξη διακομματικής συναίνεσης ως προς τις πολιτικές εξόδου από την κρίση. Η λέξη “συναίνεση” είναι εύηχη, συμπαθητική, φιλική, ιδίως όταν απευθύνεται σε ένα ακροατήριο ανθρώπων απελπισμένων μπροστά στην πλήρη κατεδάφιση όχι μόνο όλων τους των βεβαιοτήτων, εργασιακών, εισοδηματικών και κοινωνικοασφαλιστικών, αλλά εν γένει κάθε σταθεράς σχετικά με την έκβαση της ζωής τους. Η λέξη συναίνεση σε περιόδους κρίσης, εξωτερικής απειλής ή έκτακτων συνθηκών εμφανίζεται, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, ως μήνυμα ευθύνης, συστράτευσης σε έναν κοινό στόχο.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνούνται να παράσχουν συναίνεση, εξηγώντας γιατί διαφωνούν με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, τη φιλοσοφία του μνημονίου ή γενικότερα με πρόσωπα και πράγματα στη διακυβέρνηση της χώρας. Κατ’ ουσίαν, τη στιγμή που ο δημόσιος πλούτος λεηλατείται από τους ξένους δανειστές κατά τρόπο εκβιαστικό, θέτοντας το δίλημμα “ή ξεπουλάτε άρον άρον την κρατική περιουσία ή χρεοκοπείτε”, η κοινωνία παραπλανάται με επικοινωνιακές πομφόλυγες, επαναλαμβανόμενες συναντήσεις αρχηγών, περισπούδαστες δηλώσεις και ανταλλαγές χαμόγελων, χειραψιών ή θεατρικών λυγμών της πολιτικής τάξης.
Ποιοι είναι λοιπόν οι “καλοί” και ποιοι οι “κακοί” στην υπόθεση της συναίνεσης; Γιατί επιμένει ο πρωθυπουργός και γιατί δεν ενδίδουν οι υπόλοιποι αρχηγοί κομμάτων; Ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτό το παίγνιο εντυπώσεων; Η έννοια της πολιτικής συναίνεσης δεν είναι καθεαυτή “καλή” ή “κακή”. Αν και σε ένα πολιτικό σύστημα όπως το ελληνικό, με έντονα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, η συναίνεση δεν θεωρείται ούτε συνήθης ούτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία των θεσμών, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου. Συνταγματικά η δυνατότητα της συναίνεσης προβλέπεται, ως έσχατη πάντως λύση, σε περιπτώσεις που δεν υφίσταται κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή να στηρίξει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Σήμερα τέτοια συγκυρία δεν συντρέχει, καθώς η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος δεν έχει διαρραγεί. Ζητώντας συνεπώς συναίνεση, ο πρωθυπουργός δύο πράγματα επιδιώκει: πρώτον, να μοιραστεί την ευθύνη για όσα δεινά επισωρεύονται καθημερινά στη χώρα και, δεύτερον, να περιορίσει την κριτική της αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά, μάλιστα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προβολής της αντίληψης ότι δεν υφίστανται εναλλακτικές πολιτικές, άρα όλοι οφείλουν να στηρίξουν τις κυβερνητικές επιλογές ανεξαιρέτως, δηλαδή ακόμη και τα πλέον θιγόμενα κοινωνικά στρώματα ή όσοι τα εκπροσωπούν πολιτικά.
Αν ο πρωθυπουργός επιθυμεί πραγματική συναίνεση θα έπρεπε κατ’ αρχάς να μοιραστεί την εξουσία, τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο πολιτικών. Η υπουργοποίηση έμπιστων συνεργατών του είναι θεμιτή σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο με μονοκομματική κυβέρνηση, όχι όμως σε σχήματα συνεργασίας. Όσο για τις συμφωνίες επί αρχών, στόχων και μεθόδων άσκησης πολιτικής, αυτές δεν επιτυγχάνονται με ημίωρες αρχηγικές συναντήσεις, αλλά με σοβαρή πολιτική προεργασία. Δυστυχώς η εκφορά λόγου και αντιλόγου περί συναίνεσης αποκαλύπτει τελικά την ένδεια της σημερινής ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας.
Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης αρνούνται να παράσχουν συναίνεση, εξηγώντας γιατί διαφωνούν με τον σχεδιασμό της κυβέρνησης, τη φιλοσοφία του μνημονίου ή γενικότερα με πρόσωπα και πράγματα στη διακυβέρνηση της χώρας. Κατ’ ουσίαν, τη στιγμή που ο δημόσιος πλούτος λεηλατείται από τους ξένους δανειστές κατά τρόπο εκβιαστικό, θέτοντας το δίλημμα “ή ξεπουλάτε άρον άρον την κρατική περιουσία ή χρεοκοπείτε”, η κοινωνία παραπλανάται με επικοινωνιακές πομφόλυγες, επαναλαμβανόμενες συναντήσεις αρχηγών, περισπούδαστες δηλώσεις και ανταλλαγές χαμόγελων, χειραψιών ή θεατρικών λυγμών της πολιτικής τάξης.
Ποιοι είναι λοιπόν οι “καλοί” και ποιοι οι “κακοί” στην υπόθεση της συναίνεσης; Γιατί επιμένει ο πρωθυπουργός και γιατί δεν ενδίδουν οι υπόλοιποι αρχηγοί κομμάτων; Ποιος βγαίνει κερδισμένος από αυτό το παίγνιο εντυπώσεων; Η έννοια της πολιτικής συναίνεσης δεν είναι καθεαυτή “καλή” ή “κακή”. Αν και σε ένα πολιτικό σύστημα όπως το ελληνικό, με έντονα συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, η συναίνεση δεν θεωρείται ούτε συνήθης ούτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία των θεσμών, ωστόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου. Συνταγματικά η δυνατότητα της συναίνεσης προβλέπεται, ως έσχατη πάντως λύση, σε περιπτώσεις που δεν υφίσταται κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή να στηρίξει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Σήμερα τέτοια συγκυρία δεν συντρέχει, καθώς η Κοινοβουλευτική Ομάδα του κυβερνώντος κόμματος δεν έχει διαρραγεί. Ζητώντας συνεπώς συναίνεση, ο πρωθυπουργός δύο πράγματα επιδιώκει: πρώτον, να μοιραστεί την ευθύνη για όσα δεινά επισωρεύονται καθημερινά στη χώρα και, δεύτερον, να περιορίσει την κριτική της αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά, μάλιστα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο προβολής της αντίληψης ότι δεν υφίστανται εναλλακτικές πολιτικές, άρα όλοι οφείλουν να στηρίξουν τις κυβερνητικές επιλογές ανεξαιρέτως, δηλαδή ακόμη και τα πλέον θιγόμενα κοινωνικά στρώματα ή όσοι τα εκπροσωπούν πολιτικά.
Αν ο πρωθυπουργός επιθυμεί πραγματική συναίνεση θα έπρεπε κατ’ αρχάς να μοιραστεί την εξουσία, τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο πολιτικών. Η υπουργοποίηση έμπιστων συνεργατών του είναι θεμιτή σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο με μονοκομματική κυβέρνηση, όχι όμως σε σχήματα συνεργασίας. Όσο για τις συμφωνίες επί αρχών, στόχων και μεθόδων άσκησης πολιτικής, αυτές δεν επιτυγχάνονται με ημίωρες αρχηγικές συναντήσεις, αλλά με σοβαρή πολιτική προεργασία. Δυστυχώς η εκφορά λόγου και αντιλόγου περί συναίνεσης αποκαλύπτει τελικά την ένδεια της σημερινής ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας.