Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 31/8/2010
Η Εκπαίδευση αποτελεί τη σημαντικότερη υποχρέωση του κράτους απέναντι στην κοινωνία. Όταν το κράτος ζητάει από τους πολίτες να σηκώσουν τα βάρη της χρεοκοπίας του, αν μη τι άλλο οφείλει να ανταποκριθεί με αξιοπιστία στο συνταγματικό δικαίωμα της Εκπαίδευσης. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η απαξίωση όλων των βαθμίδων της Εκπαίδευσης υπερβαίνει όχι μόνο τα όρια αντοχής και ανοχής της κοινωνίας, αλλά ενίοτε και τα όρια της θλιβερής γελοιότητας, με εμβληματικό παράδειγμα, που έκανε τον γύρο του κόσμου, την εισαγωγή στην Ανώτατη Εκπαίδευση με βαθμό 0,9.
Η Ελλάδα προβάλλεται τους τελευταίους μήνες, σε κάθε γωνιά της Γης, ως η χώρα των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας, των παραχαρακτών δημοσιονομικών μεγεθών, των αποδιοπομπαίων τράγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατέστη τώρα περίγελως και ως προς το σύστημα Εκπαίδευσης. Όμως, στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια και στο δίλημμα αν κρίνεται αναγκαία η «βάση του 10» ή οποιοδήποτε άλλο βαθμολογικό όριο, αλλά στην ποιότητα και, ευρύτερα, στη φιλοσοφία του σχολείου, όπου τα παιδιά διανύουν δώδεκα κρίσιμα χρόνια. Από τα χρόνια αυτά εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό ο τρόπος σκέψης που θα διαμορφώσουν, η συγκρότηση της προσωπικότητας, η αξιοποίηση των κλίσεών τους, κατ’ επέκταση τόσο οι εργασιακές τους προοπτικές όσο και η αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη.
Τα παιδιά μαθαίνουν σήμερα να αποστηθίζουν γνώσεις, κατά τρόπο ώστε να οδηγούνται στην απέχθεια ή την εργαλειακότητα για τη γνώση, αναπτύσσοντας άγονη μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα και ωφελιμοθηρία, σε μία περίοδο της ζωής που τη βασική πρόκληση αποτελούν το παιχνίδι, η φαντασία, η συλλογικότητα, η συγκρότηση νοητικών και ψυχικών ικανοτήτων για την πρόσληψη και επεξεργασία νέων παραστάσεων. Και όλα αυτά με σημαντικό οικονομικό κόστος για τους φορολογουμένους, αλλά δυστυχώς και για τις οικογένειές τους. Ας παραδεχθούμε ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό μοντέλο απέτυχε. Μαζί με αυτό οδηγείται μακροπρόθεσμα σε περαιτέρω καθίζηση η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ας αντιληφθούν επιτέλους οι γονείς ότι το κυνήγι του «χαρτιού» της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για το οποίο υποβάλλονται σε μακροχρόνιες θυσίες, είναι μία χίμαιρα που ελάχιστα κομίζει ή, πάντως, όσα κομίζει συνήθως δεν λύνουν κανένα ουσιώδες πρόβλημα των παιδιών, ούτε εισφέρει πλέον στην περιβόητη κοινωνική κινητικότητα, που παραδοσιακά επιδιώκονταν μέσω της Εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό σύστημα κατάντησε όχι μόνο να αναπαράγει κοινωνικές ανισότητες, αλλά και να τις διευρύνει, αφού η απαξίωσή του είχε ως συνέπεια οι έχοντες να το παρακάμπτουν ολοσχερώς.
Σε ολοένα περισσότερες χώρες, με πρωτοπόρο τη Φινλανδία, ακολουθείται ένα παιδαγωγικό μοντέλο που εξειδικευμένες έρευνες απέδειξαν ότι έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: αποφυγή της υπέρμετρης πίεσης και της εμμονής με τις εξετάσεις, βελτίωση του status των δασκάλων, ευέλικτα αναλυτικά προγράμματα, αναβάθμιση της τεχνικής-επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει τόλμη και εμπειρία για μια ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.
Η Ελλάδα προβάλλεται τους τελευταίους μήνες, σε κάθε γωνιά της Γης, ως η χώρα των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας, των παραχαρακτών δημοσιονομικών μεγεθών, των αποδιοπομπαίων τράγων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατέστη τώρα περίγελως και ως προς το σύστημα Εκπαίδευσης. Όμως, στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στο σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια και στο δίλημμα αν κρίνεται αναγκαία η «βάση του 10» ή οποιοδήποτε άλλο βαθμολογικό όριο, αλλά στην ποιότητα και, ευρύτερα, στη φιλοσοφία του σχολείου, όπου τα παιδιά διανύουν δώδεκα κρίσιμα χρόνια. Από τα χρόνια αυτά εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό ο τρόπος σκέψης που θα διαμορφώσουν, η συγκρότηση της προσωπικότητας, η αξιοποίηση των κλίσεών τους, κατ’ επέκταση τόσο οι εργασιακές τους προοπτικές όσο και η αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη.
Τα παιδιά μαθαίνουν σήμερα να αποστηθίζουν γνώσεις, κατά τρόπο ώστε να οδηγούνται στην απέχθεια ή την εργαλειακότητα για τη γνώση, αναπτύσσοντας άγονη μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα και ωφελιμοθηρία, σε μία περίοδο της ζωής που τη βασική πρόκληση αποτελούν το παιχνίδι, η φαντασία, η συλλογικότητα, η συγκρότηση νοητικών και ψυχικών ικανοτήτων για την πρόσληψη και επεξεργασία νέων παραστάσεων. Και όλα αυτά με σημαντικό οικονομικό κόστος για τους φορολογουμένους, αλλά δυστυχώς και για τις οικογένειές τους. Ας παραδεχθούμε ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό μοντέλο απέτυχε. Μαζί με αυτό οδηγείται μακροπρόθεσμα σε περαιτέρω καθίζηση η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Ας αντιληφθούν επιτέλους οι γονείς ότι το κυνήγι του «χαρτιού» της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, για το οποίο υποβάλλονται σε μακροχρόνιες θυσίες, είναι μία χίμαιρα που ελάχιστα κομίζει ή, πάντως, όσα κομίζει συνήθως δεν λύνουν κανένα ουσιώδες πρόβλημα των παιδιών, ούτε εισφέρει πλέον στην περιβόητη κοινωνική κινητικότητα, που παραδοσιακά επιδιώκονταν μέσω της Εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό σύστημα κατάντησε όχι μόνο να αναπαράγει κοινωνικές ανισότητες, αλλά και να τις διευρύνει, αφού η απαξίωσή του είχε ως συνέπεια οι έχοντες να το παρακάμπτουν ολοσχερώς.
Σε ολοένα περισσότερες χώρες, με πρωτοπόρο τη Φινλανδία, ακολουθείται ένα παιδαγωγικό μοντέλο που εξειδικευμένες έρευνες απέδειξαν ότι έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: αποφυγή της υπέρμετρης πίεσης και της εμμονής με τις εξετάσεις, βελτίωση του status των δασκάλων, ευέλικτα αναλυτικά προγράμματα, αναβάθμιση της τεχνικής-επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έχει τόλμη και εμπειρία για μια ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.