Συνέντευξη στη Ντίνα Δασκαλοπούλου
ΕφΣυν, 1.7.2023
Το όνομά του μοιραία χανόταν δίπλα στην αχλή του ανθρώπου με το γαρίφαλο – κι όχι μονάχα γιατί ο Μπελογιάννης ήταν ο άγιος των αγίων στο συναξάρι της Αριστεράς, αλλά και γιατί ετούτος ο αντιήρωας που στάθηκε δίπλα στον άνθρωπο με το γαρίφαλο στο εκτελεστικό απόσπασμα, σε μια εποχή που ήθελε όλους τους αγωνιστές ανθρώπους από σίδερο, έλιωσε στο καμίνι του έρωτα, για τα μάτια μιας μοιραίας γυναίκας έκανε πίσω στον αγώνα του, πρόδωσε τον εαυτό του και τις αρχές του, εξευτελίστηκε στο στρατοδικείο – παρ’ όλα αυτά, δεν γλίτωσε την εκτέλεση. Δεν ήταν η πρώτη προδοσία που διέπραξε ο Δημήτρης Μπάτσης: είχε προδώσει την ίδια του την τάξη πρωταρχικά αυτός ο υιός ναυάρχου, ο αστός, ο λαμπρός επιστήμονας, ο διεισδυτικός οικονομολόγος, ο σύζυγος και πατέρας που εντάχτηκε στον παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ για να αλλάξει τον κόσμο.
Αυτήν τη βαθιά ανθρώπινη -και γι’ αυτό τραγική- φιγούρα φωτίζει κυρίως στο καινούργιο βιβλίο του ο Ξενοφών Κοντιάδης. Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Κοινωνικής Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, που μας έχει συνηθίσει σε καίριες πολιτικές παρεμβάσεις, αφήνει την επιστημονική γραφή για λίγο πίσω και περνά στον χώρο της λογοτεχνίας.
Στις σελίδες του βιβλίου του «Η τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο» (εκδόσεις Τόπος) ζωντανεύουν μερικές από τις πιο ζοφερές στιγμές της Ιστορίας του 20ού αιώνα, ενώ μας παίρνει από το χέρι για να βρεθούμε στο υπουργικό συμβούλιο του Πλαστήρα, στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών, στα υπόγεια του κράτους και του παρακράτους, στα αστικά σαλόνια, στις γιάφκες των αριστερών διανοούμενων, στο πατάρι του Λουμίδη, στο κρησφύγετο του Βαβούδη, στη δίκη των ασυρμάτων, στα κελιά και τα κρατητήρια, καταλήγοντας στο θυσιαστήριο, δηλαδή «στον συνήθη τόπο των εκτελέσεων». Αυτό το πολιτικό νουάρ, που διαβάζεται απνευστί, είναι ωστόσο κάτι πολύ παραπάνω από ένα μυθιστορηματικό αφήγημα το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα – σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς είναι μια πρόσκληση για αναστοχασμό και ένα καύσιμο στην υπαρξιακή συζήτηση που η Αριστερά έχει ήδη ανοίξει.
Για πρώτη φορά στην πολυγραφότατη διαδρομή σας εγκαταλείπετε τον επιστημονικό λόγο για να στραφείτε στη λογοτεχνία. Επιλέγετε μια σκληρή εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο σας. Γιατί λογοτεχνία λοιπόν; Και γιατί μετεμφυλιακή Ελλάδα;
Στο ερώτημά σας γιατί λογοτεχνία απαντώ με μία φράση που έβαλα στο στόμα του Μπελογιάννη: «Η θεωρητική ανάλυση δεν αρκεί για να κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα, ιδίως για να την εξηγήσουμε στους ανθρώπους. Χρειάζεται το λογοτεχνικό έργο, που φωτίζει έναν μικρόκοσμο, για να φανεί η αλήθεια των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Τα σκοτάδια της πραγματικότητας που ζούμε μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τα φέρει στο φως, με έναν τρόπο που οι κοινωνικές επιστήμες δεν καταφέρνουν». Οσο για την ιστορική περίοδο, όσα σημάδεψαν τη μετεμφυλιακή εποχή αποτελούν ένα συλλογικό τραύμα που υποδόρια συνεχίζει να διατρέχει την ελληνική κοινωνία.
Ο ήρωας στον οποίο κυρίως στρέφεται ο προβολέας του βιβλίου σας δεν είναι ο Μπελογιάννης, αλλά μάλλον ένας αντιήρωας, ο Δημήτρης Μπάτσης. Τι είναι αυτό που σας κινητοποίησε ώστε να μελετήσετε τον Μπάτση;
Ο Μπελογιάννης είναι μια ηρωική μορφή που υπηρέτησε αταλάντευτα τις ιδέες του, χωρίς να υποχωρήσει, μέχρι το τέλος. Από την άλλη πλευρά ο Μπάτσης είναι μια πιο περίπλοκη προσωπικότητα, γεμάτη αντιφάσεις. Αστός διανοούμενος, ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τις διώξεις, τα βασανιστήρια, τους εκβιασμούς και τελικά τον θάνατο. Ο πατέρας του, βασιλόφρονας ναύαρχος, η γυναίκα του, το κοινωνικό περιβάλλον του τον πιέζουν να γίνει καταδότης για να σώσει τη ζωή του. Μπροστά στο δίλημμα μονολογεί: «Δύο λύσεις υπάρχουν, ή να ξεφτιλιστώ ή να πεθάνω». Παρότι αποκηρύσσει τις ιδέες του και κάνει δήλωση μετανοίας, αρνείται να γίνει καταδότης και εκτελείται μαζί με τον Μπελογιάννη, χωρίς όμως τη λάμψη του ήρωα.
«Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα» του Μπάτση είναι ένα έργο αναφοράς ακόμα και σήμερα, όπως την επικαιρότητά τους διατηρούν και πολλές από τις οικονομικές αναλύσεις του «Ανταίου». Πέραν όλων των άλλων, ήταν ο ελληνικός εμφύλιος και ένας ταξικός πόλεμος και με οικονομικό διακύβευμα; Βλέπετε σε εκείνη την περίοδο τις βάσεις για την αποικία χρέους στην οποία βρεθήκαμε εγκλωβισμένοι μετά την πτώχευση της χώρας;
Αμέσως μετά την απελευθέρωση σχηματίζεται μια ομάδα αριστερών διανοούμενων γύρω από το περιοδικό «Ανταίος», που στοχάζονται και παράγουν εφαρμοσμένες μελέτες για την ανοικοδόμηση και την εκβιομηχάνιση της χώρας. Μέσα σε αυτό το διανοητικό και πολιτικό περιβάλλον γράφεται η «Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Στον Εμφύλιο συγκρούονται δύο διαφορετικοί κόσμοι, κατά την πρώτη περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Παρά την επικράτηση του αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους των κοινωνικών φρονημάτων και των διώξεων, τη δεκαετία του 1950 θα γίνουν βήματα για τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Ομως είναι σαθρά και το εγχείρημα σταδιακά θα καταρρεύσει. Για τη χρεοκοπία του 2010 οι λόγοι είναι σύνθετοι, ωστόσο το σπέρμα της αποτυχίας μπορεί να διαγνωστεί στο πολιτικό και οικονομικό μοντέλο της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Η συζήτησή μας γίνεται την επαύριο μιας εκλογικά συντριπτικής ήττας για την πληθυντική Αριστερά και έτσι δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να σας ζητήσω να «διαβάσετε» το εκλογικό αποτέλεσμα. Πώς αποτιμάτε τον εκλογικό συσχετισμό; Και πώς τον ερμηνεύετε;
Το σκάνδαλο των υποκλοπών επιβεβαιώθηκε ότι δεν άγγιξε το εκλογικό σώμα, ούτε τα Τέμπη παρά την αρχική οργή. Ακόμη λιγότερο επηρέασε τις εκλογές το ναυάγιο, που δεν αφορά καν «τα παιδιά μας», αλλά «κάποιους ξένους» που πνίγηκαν νοτιοδυτικά της Πύλου στον δρόμο προς Ιταλία. Ούτε με τις αποκαλύψεις για απευθείας αναθέσεις ιλιγγιωδών ποσών, για τη γύμνια του συστήματος υγείας ή τα κρούσματα διαφθοράς ίδρωσε το αυτί κανενός. Η ελληνική κοινωνία είναι αδιάβροχη σε όλα, το μόνο που επιθυμεί είναι «κανονικότητα», ιστορίες για την επικείμενη ανάπτυξη, ξανά «κανονικότητα», όνειρα για μια νέα εποχή ευμάρειας.
Υπάρχει χώρος πια για αυτούς που έχουν την τρέλα να αλλάξουν τον κόσμο;
Δεν υπάρχουν πια άνθρωποι διατεθειμένοι να ρισκάρουν ή να καταστρέψουν τη ζωή τους και των οικείων τους επειδή έχουν την τρέλα ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Αυτός ο ανθρωπότυπος έχει εκλείψει. Ωστόσο χώρος για εκείνους που έχουν αυτήν την τρέλα πάντα θα υπάρχει όσο ζούμε σε έναν κόσμο ακραίων ανισοτήτων, περιβαλλοντικής καταστροφής και καταπάτησης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Νομίζω ότι τρέλα θα ήταν να μην υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν ν’ αλλάξουν έναν κόσμο ζόφου, αποκλεισμών, υποτέλειας και απροκάλυπτης βίας.