Τα Νέα Σαββάτου, 3/4/2021
Η σύσταση της ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος που ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των Υπουργών, αποτελεί κατά κανόνα πηγή κομματικής έντασης ή ξεκαθάρισμα πολιτικών λογαριασμών. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση υπήρξε η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και πρώην Υπουργών το «βρώμικο ‘89». Συγκρουσιακά εξελίσσεται και η διερεύνηση για την τέλεση αδικημάτων από τον πρώην Υπουργό Ν. Παππά. Όμως σε αρκετές άλλες περιπτώσεις τα κόμματα στα οποία ανήκαν οι διωκόμενοι, ή και οι ίδιοι οι διωκόμενοι, επεδίωξαν να κινηθεί η διαδικασία της ποινικής ευθύνης προκειμένου να διαλευκανθούν υποθέσεις που προκάλεσαν υπόνοιες τέλεσης αδικημάτων και να αποδειχθεί η αθωότητά τους.
Στην περίπτωση της προανακριτικής για τον Ν. Παππά υπάρχουν ωστόσο δύο ιδιαιτερότητες. Η πρώτη αφορά την ισχυρή αμφισβήτηση που έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια από τον πολιτικό και τον νομικό κόσμο η συνταγματικά προβλεπόμενη διαδικασία της ποινικής δίωξης αυτή καθεαυτή. Είναι ορθό να ασκεί η Βουλή εισαγγελικά και προανακριτικά καθήκοντα; Τι εξυπηρετεί η ειδική μεταχείριση των μελών της κυβέρνησης σε σχέση με τους άλλους πολίτες κατά την άσκηση δίωξης εις βάρος τους; Μήπως τελικά αυτή η κοινοβουλευτική διαδικασία τείνει από τη φύση της να εκτρέπεται σε ένα πολιτικό θέαμα, που ενίοτε πλήττει την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος;
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα αφορά την περίοδο κατά την οποία εκκινεί η επίμαχη διαδικασία, με την πανδημία να εξελίσσεται επώδυνα τόσο από υγειονομική σκοπιά όσο και ως προς τις οικονομικές της συνέπειες. Σε μια τέτοια στιγμή, το ζητούμενο είναι η πολιτική συναίνεση και όχι η κομματική όξυνση, ώστε να αντιμετωπιστεί ένας κίνδυνος εθνικών διαστάσεων. Ήδη η αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εμφανές ότι έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στο πεδίο της διαχείρισης της πανδημίας.
Από την άλλη πλευρά όμως, η υπόθεση που τίθεται προς διερεύνηση στην προανακριτική επιτροπή, ανεξάρτητα από την ποινική της έκβαση για την οποία μέχρι στιγμής αμφισβητείται αν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, αφορά ένα μείζον ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των κέντρων επικοινωνιακής ισχύος. Άρα αναφύονται ζητήματα πολιτικής ευθύνης. Η διαμάχη για τις τηλεοπτικές άδειες, οι παρεμβάσεις στο έργο της δικαιοσύνης στην επίμαχη υπόθεση, το εγχείρημα πολιτικής χειραγώγησης του τηλεοπτικού τοπίου συνδέονται ευθέως με την έρευνα που καλείται να διενεργήσει η προανακριτική επιτροπή.
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι και σήμερα η πληροφόρηση από τα λεγόμενα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης προκαλεί υπόνοιες έμμεσου πολιτικού ελέγχου. Όμως εν προκειμένω δεν υφίστανται ενδείξεις τέλεσης αξιόποινων πράξεων ή ενός εγχειρήματος «βίαιης» άλωσης του μιντιακού συστήματος. Το βέβαιο είναι ότι η προστασία της δημοκρατίας μέσω της ποινικής οδού υποκρύπτει μια λανθάνουσα αδυναμία των κοινοβουλευτικών θεσμών.