ΤΟ ΒΗΜΑ, 09.01.2022
Η ιδέα να παρέχεται ένα βασικό εισόδημα σε κάθε άνθρωπο, χωρίς προϋποθέσεις ή εισοδηματικά κριτήρια είναι μια ριζοσπαστική πρόταση, που πολλοί θα απέρριπταν χωρίς σκέψη ως άδικη, παράλογη ή μη εφαρμόσιμη. Την ιδέα αυτή έχουν υποστηρίξει κορυφαίοι στοχαστές, όπως ο Τζων Στιούαρτ Μιλ, ο Τόμας Πέιν, ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ και ο Τομά Πικετί, οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί σε όλο τον κόσμο, με προεξάρχον το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Βασικού Εισοδήματος (BIΕN) που ιδρύθηκε το 1986 και διεθνοποιήθηκε το 2004 με την ονομασία Basic Income Earth Network.
Τα χρήματα που έχει κανείς στην κατοχή του είναι το μέσο που οδηγεί στην ελευθερία, ενώ αυτά που πασχίζει να αποκτήσει το μέσο που οδηγεί στη δουλεία, έγραφε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στις «Εξομολογήσεις». Με αυτή τη σκέψη ξεκινάει το βιβλίο των Van Parijs και Vanderborght, «Βασικό εισόδημα για όλους». Η ιδέα του βασικού εισοδήματος απέκτησε μια νέα δυναμική και πολυάριθμους υποστηρικτές τα τελευταία χρόνια, μπροστά στην κρίση του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους, τη μεταμόρφωση του κόσμου της εργασίας και το νέο κύμα αυτοματισμού που χαρακτηρίζει την 4η βιομηχανική επανάσταση. Ταυτόχρονα, η πανδημία επέτεινε τις ανισότητες και κατέστησε ακόμα πιο ορατά τα φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού στις κοινωνίες της Δύσης.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι με ποια θεσμικά εργαλεία θα αντιμετωπιστούν αυτοί οι νέοι κοινωνικοί κίνδυνοι, που δεν απειλούν μόνο την επιβίωση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων αλλά και τη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος για τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες βρίσκονται σε μια παρατεταμένη περίοδο επισφάλειας και αποτελούν πλέον μεγάλο τμήμα του πρεκαριάτου, δηλαδή των ανθρώπων που βιώνουν διαρκή ανασφάλεια ως προς τη διατήρηση της απασχόλησης και ενός σταθερού επιπέδου διαβίωσης. Όλα αυτά προκαλούν, ταυτόχρονα, σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία, καθώς συνδέονται με την άνοδο του λαϊκισμού και των αντισυστημικών δυνάμεων.
Το κοινωνικό κράτος χρησιμοποίησε ποικίλους μηχανισμούς για την αντιμετώπιση των κοινωνικών κινδύνων: ο πρώτος συναρμόζεται με τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης. Όμως, υπό συνθήκες υποχώρησης της πλήρους απασχόλησης και επικράτησης των ευέλικτων μορφών εργασίας, στις οποίες ένα διευρυνόμενο τμήμα καταλαμβάνουν οι ποικίλες μορφές τηλεργασίας, η κοινωνική ασφάλιση αποδεικνύεται αναγκαία μεν, αλλά ανεπαρκής για τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος για όλους.
Ο δεύτερος μηχανισμός είναι η συγκρότηση ενός δικτύου υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, που στηρίζεται ιδίως στην κατηγοριακή λογική, αποσκοπώντας στην κάλυψη όλων των πιθανών κινδύνων από συνθέτες, εξειδικευμένες ή εξατομικευμένες παροχές. Ένα τέτοιο δίκτυο αναπτύχθηκε πλήρως στα σκανδιναβικά κράτη κατά τη χρυσή μεταπολεμική τριακονταετία και επιχειρήθηκε να οργανωθεί σταδιακά στην υπόλοιπη Ευρώπη, όμως τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε υποχώρηση. Ταυτόχρονα θεσμοθετήθηκαν μηχανισμοί ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια, δηλαδή μετά από έλεγχο εισοδηματικών μέσων, προκειμένου να αποτραπεί η ακραία φτώχεια και να μην στερείται κανείς τα απολύτως αναγκαία για την υλική ύπαρξή του.
Στις νέες συνθήκες της μεταβιομηχανικής εποχής επανήλθε στο προσκήνιο η πρόταση που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ουτοπική: το καθολικό βασικό εισόδημα, το οποίο δεν συναρτάται με την απασχόληση, μια που οι σύγχρονες κοινωνίες τελούν πια σε συνθήκες μόνιμης εργασιακής επισφάλειας, ούτε καλύπτει την παροχή ενός ελάχιστου εισοδήματος που φέρει τον κίνδυνο αλλά και το στίγμα της παγίδευσης στην φτώχεια. Αντίθετα, το άνευ όρων βασικό εισόδημα, που έχει περιγραφεί και ως μισθός ελευθερίας, παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως χωρίς καμία υποχρέωση από την πλευρά τους.
Όμως η ιδέα του βασικού εισοδήματος συναρτάται και με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφού θεωρείται ένα εργαλείο που διευκολύνει «πράσινους» τρόπους ζωής και συμφιλιώνει τον οικολογικό στόχο να τιθασευθεί η οικονομική μεγέθυνση με τον κοινωνικό στόχο να μειωθεί η ανεργία. Σύμφωνα μάλιστα με μία αντίληψη που ενστερνίζονται ορισμένες οικολογικές οργανώσεις, ένα μέρος των εσόδων από τους φόρους επί της ενέργειας και επί των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα μπορούσαν να καταλήγουν σε πολιτικές όπως το βασικό εισόδημα.
Αποτελεί σήμερα η ιδέα του βασικού εισοδήματος για όλους μια αναγκαιότητα μπροστά στις μετα-υλικές, μετα-εργασιακές κοινωνίες της διακινδύνευσης, της περιβαλλοντικής καταστροφής και των ακραίων ανισοτήτων; Πώς θα αποφευχθεί η σπατάλη πόρων μέσω της καταβολής αυτού του εισοδήματος στις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις; Μια απάντηση είναι ότι οι πιο εύποροι θα επιστρέφουν αυτομάτως την παροχή μέσω της φορολογίας. Η χρηματοδότηση του βασικού εισοδήματος προϋποθέτει επίσης την αναδιοργάνωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας. Ωστόσο η απελευθέρωση από τις βασικές ανάγκες θα καταστήσει την απασχόληση, την εκπαίδευση, τη συνεχιζόμενη κατάρτιση και τη συμμετοχή στην πολιτική και κοινωνική ζωή δημιουργικότερες.
Το βιβλίο των Van Parijs και Vanderborght ξεκινάει από τη φιλοσοφική θεμελίωση της ιδέας του βασικού εισοδήματος για όλους, την ιστορική διαδρομή και τις μεταμορφώσεις της, για να εμβαθύνει σε πειστικές αναλύσεις της οικονομικής βιωσιμότητας, των κρίσιμων πολιτικών δρώντων και των εναλλακτικών τεχνικών εφαρμογής του βασικού εισοδήματος. Κεντρική ιδέα των συγγραφέων είναι ότι αυτή η ριζοσπαστική μεταρρύθμιση έχει γίνει σήμερα πιο επεβεβλημένη από ποτέ, και υποστηρίζεται κατά τρόπο που αναδεικνύονται τα πλεονεκτήματα και η εφαρμοσιμότητά της. Όπως γράφουν, «τα ουτοπικά οράματα δεν αποκτούν σάρκα και οστά μέσα σε μια μέρα, όμως μας καθοδηγούν και στηρίζουν την προσπάθειά μας». Αν η διαμόρφωση των αντιλήψεών μας για το τι είναι δίκαιο και τι όχι είναι κρίσιμη για τις συλλογικές αποφάσεις, τότε το βιβλίο αυτό θα αποδειχθεί σημαντικό για την εφαρμογή αυτής της ριζοσπαστικής ιδέας.