(σε συνεργασία με τον Δρ. Κυριάκο Σουλιώτη, 312 σελ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005).
Με τον ιδρυτικό νόμο του ΕΣΥ η υγεία αναγνωρίζεται ως κοινωνικό αγαθό, του οποίου η προστασία επιτάσσει την παροχή υπηρεσιών υγείας από το κράτος τόσο σε επίπεδο περίθαλψης, αποκατάστασης και επανένταξης όσο και σε επίπεδο λήψης προληπτικών μέτρων για την προαγωγή θετικής συμπεριφοράς υγείας. Η αποεμπορευματοποίηση της υγείας και η σαφής κατοχύρωση της αποκλειστικής κρατικής ευθύνης για την παροχή υπηρεσιών υγείας σε κάθε πολίτη, σε όλη την επικράτεια, δεν είχε μόνο συμβολικό-διακηρυκτικό περιεχόμενο, αλλά αποκτούσε νομική σημασία για τη θεμελίωση κρατικής ευθύνης από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του, ιδίως από πράξεις ιατρών του ΕΣΥ, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από το νόμο ως όργανα του κράτους.
Παρ’ όλα αυτά, η εγκαθίδρυση του ΕΣΥ δεν συνεπαγόταν ασφαλώς τη μονοπώληση των υγειονομικών παροχών από το κράτος, η οποία άλλωστε θα ήταν αντίθετη προς τη συνταγματικά κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία και ιδιωτική αυτονομία. Το ΕΣΥ δεν θεσπίστηκε ως αμιγώς κρατικό σύστημα υγείας, αλλά ως μεικτό σύστημα που εξυπηρετείται από την κρατική δραστηριότητα, διατηρώντας παράλληλα τη λειτουργία ιδιωτικών ιατρείων και κλινικών, καθώς και την πολλαπλότητα των ασφαλιστικών φορέων που χορηγούν παροχές υγείας.
Η κριτική προσέγγιση της θεσμικής εξέλιξης του ΕΣΥ αναδεικνύει τη «νομοθετική αταξία» και την αναπαραγωγή ρυθμίσεων που θεσπίζονται εκ νέου και εκ παραλλήλου σε διάφορα νομοθετήματα, χωρίς πολλές φορές να καθίσταται σαφές ποιες τυχόν καταργούνται ή τροποποιούν προγενέστερες. Επισημαίνεται, εξάλλου, ένας σημαντικός αριθμός ρυθμίσεων, ενίοτε αμφίβολης συνταγματικότητας ή «εφικτότητας», που παρέμειναν ανενεργείς, χωρίς ωστόσο να καταργούνται expressis verbis. Προφανής καθίσταται, άλλωστε, η απουσία μιας ενιαίας πολιτικής στον τομέα της υγείας, με αποτέλεσμα τη διαιώνιση των προβλημάτων του συστήματος. Η επαναδιατύπωση των αρχικών στόχων του ΕΣΥ δεν συνοδεύθηκε στην πράξη από ολοκληρωμένες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, ενώ επιμέρους νομοθετικές τομές δεν έτυχαν εφαρμογής. Είκοσι χρόνια μετά τη θέσπιση του ΕΣΥ αναδεικνύεται η δυσχέρεια οριστικοποίησης ενός μοντέλου διοίκησης, οργάνωσης και λειτουργίας του δημόσιου τομέα υγείας, καθώς και η αποσπασματική εφαρμογή του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου.
Στο παρόν έργο επιχειρείται η κριτική προσέγγιση τεσσάρων σημαντικών δημόσιων πολιτικών στον τομέα της υγείας, που έλαβαν χώρα την περίοδο 2003-2004. Πρόκειται για τη σύσταση οργάνων αρμόδιων για το στρατηγικό σχεδιασμό και το συντονισμό της δημόσιας υγείας, την αναδιοργάνωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, τη μεταρρύθμιση του συστήματος ιατρικής εκπαίδευσης για την απόκτηση ειδικότητας και τη σύνταξη του Κώδικα άσκησης ιατρικού επαγγέλματος και ιατρικής δεοντολογίας.
Οι παρεμβάσεις αυτές κρίνονται εξαιρετικά σημαντικές, δεδομένου ότι αγγίζουν πτυχές και περιοχές του υγειονομικού τομέα με ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική λειτουργία του συστήματος υγείας, ενώ επιπλέον συνιστούν τομή για τη θεσμική διαρρύθμιση της πολιτικής υγείας. Η εξειδικευμένη προσέγγιση που επιχειρούν τα σχετικά κείμενα, αναδεικνύει την τάση επικράτησης μιας νέας φιλοσοφίας ως προς τη θεσμική ολοκλήρωση και εξέλιξη του υγειονομικού τομέα, η οποία υπερβαίνει τις παραδοσιακές «ολιστικές» μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες και προσανατολίζεται στις επιμέρους, τομεακές ρυθμίσεις.
Η ιστορία των μεταρρυθμίσεων του συστήματος υγείας στην Ελλάδα, που όπως προαναφέρθηκε διακρίνεται από πληθώρα επαναλήψεων και αλληλοεπικαλύψεων τόσο στα νομοθετήματα όσο και στα επιστημονικά κείμενα που τα συμπληρώνουν, ενισχύει την υπόθεση ότι η νέα αυτή αντίληψη ικανοποιεί σε μείζονα βαθμό το κριτήριο της εφικτότητας και συνεπώς έχει περισσότερες πιθανότητες υλοποίησης.
Όσον αφορά το περιεχόμενο των παρεμβάσεων, από τη μελέτη των σχετικών κειμένων προκύπτει ότι τόσο ο Νόμος 3172/2003 για τη δημόσια υγεία, όσο και ο Νόμος 3235/2004 για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, αξιοποίησαν σε σημαντικό βαθμό τα ευρήματα και τις προτάσεις επιστημονικών ερευνών, τόσο λόγω του ρυθμιστικού τους αντικειμένου, όσο και λόγω της έλλειψης επαρκούς νομοθετικού πλαισίου. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν και από τη μελέτη των νομοσχεδίων που παρεμβαίνουν στα δύο άλλα πεδία της θεσμικής οργάνωσης του συστήματος υγείας, που πραγματεύεται ο τόμος αυτός (ιατρική εκπαίδευση και Κώδικας δεοντολογίας ιατρών), των οποίων η ψήφιση δεν ολοκληρώθηκε λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών.
Το γεγονός ότι τα μεν δύο πρώτα νομοθετήματα ψηφίστηκαν αλλά δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί, ενώ τα δύο σχέδια νόμου δεν επανήλθαν προς ψήφιση, καθιστά ιδιαίτερα προκλητικό και σημαντικό να αναδειχθεί η συνεισφορά τους και να προσεγγισθούν κριτικά προκειμένου να διευκολυνθεί η συζήτηση για τις αναγκαίες πολιτικές που πρέπει να αναπτυχθούν στους κρίσιμους αυτούς τομείς.
Η αναγκαιότητα παρέμβασης στα επίμαχα πεδία της πολιτικής υγείας επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης έχει ήδη θέσει σε κοινωνικό διάλογο προσχέδιο νόμου για την Οργάνωση και Λειτουργία των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, καθώς και το σχέδιο Κώδικα άσκησης ιατρικού επαγγέλματος και δεοντολογίας. Αναφορικά με το πρώτο, αν και προβλέπει την κατάργηση του Ν. 3235/2004, φαίνεται πως οι βασικοί άξονες είναι κοινοί, ενώ προτεινόμενες αλλαγές αφορούν κυρίως το οργανωτικό επίπεδο. Όσον αφορά το δεύτερο νομοθέτημα, η απόκλιση από το κατατεθέν αρχικό σχέδιο συνίσταται σε περιορισμένης έκτασης διαφοροποιήσεις, ιδίως σε επίπεδο λεκτικών σχημάτων. Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η ρύθμιση των επίμαχων πεδίων επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα για αυτόνομες ρυθμιστικές παρεμβάσεις στα εν λόγω πεδία.
Άλλωστε, όπως έχει αποδείξει και η εμπειρική έρευνα, οι «εκκρεμότητες» της πολιτικής υγείας στη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στην ασυνέχεια των παρεμβάσεων και τον αποσπασματικό τους χαρακτήρα, καθώς και στη διαδεδομένη πολιτική πρακτική της επαναθέσπισης νόμων και μέτρων, η οποία αποδυναμώνει την ισχύ τους, καθιστώντας τα τελικά ανεφάρμοστα.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο παρών τόμος στο πρώτο μέρος επικεντρώνεται στην ανάδειξη της κρισιμότητας των παρεμβάσεων στη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, πεδία που παρά τη θεμελιώδη σημασία τους δεν είχαν αποτελέσει μέχρι την ψήφιση των σχετικών νόμων προτεραιότητα της πολιτικής υγείας. Ειδικότερα, στα δύο κεφάλαια του πρώτου μέρους αναλύονται τα χαρακτηριστικά και οι δυσλειτουργίες στους δύο αυτούς τομείς και αξιολογούνται κριτικά οι σχετικές νομοθετικές παρεμβάσεις. Συγκεκριμένα, το πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί τη δημόσια υγεία στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής υγείας και αναδεικνύει την κρισιμότητα της σχετικής νομοθετικής ρύθμισης. Το δεύτερο κεφάλαιο υπογραμμίζει την ανάγκη να συγκροτηθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και αναδεικνύει τη σημασία του Νόμου 3235/2004.
Στο δεύτερο μέρος του έργου, επιχειρείται η προσέγγιση των ζητημάτων που άπτονται του ανθρώπινου δυναμικού στον υγειονομικό τομέα και ειδικότερα του ιατρικού δυναμικού, ιδίως υπό την ποιοτική διάσταση. Συγκεκριμένα, στο τρίτο κεφάλαιο επισημαίνονται οι στρεβλώσεις και τα κενά στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο ιατρικής εκπαίδευσης, με έμφαση στη διαδικασία λήψης ειδικότητας, και αξιολογείται κριτικά η μεταρρυθμιστική πρόταση που αποτυπώνεται στο σχετικό σχέδιο νόμου. Στο τέταρτο κεφάλαιο η συζήτηση επεκτείνεται σε ένα ζήτημα με ιδιαίτερο επιστημονικό αλλά και κοινωνικό ενδιαφέρον, που αφορά τους κανόνες δεοντολογίας που (πρέπει να) διέπουν την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος. Στο κεφάλαιο αυτό υπογραμμίζεται η αξιακή διάσταση του ζητήματος και σχολιάζεται η αντίστοιχη νομοθετική πρωτοβουλία.