Δεν μπορεί κανείς σήμερα να αναλύσει το φαινόμενο του σύγχρονου ρατσισμού χωρίς να ερευνήσει τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης στην παραγωγή και αναπαραγωγή των ρατσιστικών προκαταλήψεων. Το βιβλίο του Χαράλαμπου Ανθόπουλου Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης – Ενα συνταγματικό δίλημμα αποτελεί μια βασική αφετηρία για την έρευνα του θέματος αυτού στον ελληνικό χώρο, το οποίο πρόσφατα αποτέλεσε και αντικείμενο έκθεσης που συνέταξε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τον Ρατσισμό και την Ξενοφοβία (EUMK). Η βασική θέση που υποστηρίζει ο συγγραφέας είναι ότι στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης η νομιμοποίηση και αναπαραγωγή του ρατσισμού πραγματοποιείται κυρίως με τη μορφή ενός «συμβολικού» ρατσισμού, συγκεκαλυμμένου και έμμεσου, ο οποίος είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγει τα εμπόδια που ορθώνει η αντιρατσιστική ποινική νομοθεσία. Η υπόθεση αυτή τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα παραδείγματα, τα οποία αφορούν την παρουσίαση των μεταναστών στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης κατά την περίοδο 1995-2000.
Οι μετανάστες παρουσιάζονται από τα μέσα ενημέρωσης ως οι κύριοι πρωταγωνιστές της έξαρσης της εγκληματικότητας στη χώρα μας. Ταυτόχρονα θεωρούνται ως βασικοί υπεύθυνοι για την αύξηση της ανεργίας των ελλήνων πολιτών. Σπανίως γίνεται αναφορά στις «κανονικές» όψεις της καθημερινής τους ζωής. Αντίθετα, δίνεται έμφαση στα προβλήματα που δημιουργούν με την παρουσία τους, σε κάθε τομέα της κοινωνίας, ή, στην καλύτερη περίπτωση, στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Κατά κανόνα εμφανίζονται ως ικανοί να κάνουν μόνο αυτό που συνήθως κάνουν, να εργάζονται δηλαδή σε θέσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερα προσόντα και δεξιότητες. Το ρατσιστικό χιούμορ είναι ανεκτό, με το πρόσχημα της ελευθερίας της σάτιρας. Τέλος, στο όνομα ενός κακώς εννοούμενου πλουραλισμού, παρέχεται εύκολα βήμα σε υποστηρικτές ρατσιστικών απόψεων. Απέναντι σε τέτοιες μορφές ρατσιστικού λόγου, η αντιρατσιστική ποινική νομοθεσία δεν βρίσκει πολλά περιθώρια εφαρμογής, γιατί ο έλληνας νομοθέτης απαγορεύει και τιμωρεί – ορθά κατά τον συγγραφέα – μόνο τον ανοικτό ή κραυγαλέο ρατσιστικό λόγο.
Ο Ανθόπουλος δεν φαίνεται να πείθεται από την αρκετά διαδεδομένη άποψη στον χώρο των αντιρατσιστικών κινημάτων ότι στην παρούσα ιστορική περίοδο των μεγάλων μεταναστεύσεων χρειάζονται αυστηρότεροι περιορισμοί στον ρατσιστικό λόγο («ο ρατσισμός δεν είναι γνώμη, είναι έγκλημα»), χωρίς πάντως να υιοθετεί την ακραία «ελευθεριακή» εκδοχή της καθολικής απουσίας οποιασδήποτε απαγόρευσης, η οποία αναπόφευκτα θα ενθάρρυνε τη ρατσιστική βία, και την πραγματοποίηση μιας πολιτικής ίσου σεβασμού για κάθε μέλος της κοινωνίας. Είναι προσανατολισμένος σε μια πραγματιστική προσέγγιση, ικανή να αποφύγει τις ανεπιθύμητες συνέπειες τόσο της απόλυτης απαγόρευσης όσο και της απόλυτης ουδετερότητας απέναντι στον ρατσιστικό λόγο. Φαίνεται πάντως να θεωρεί ότι, όσο και αν είναι επιβλαβής ο ρατσιστικός λόγος, μπορεί να αποδειχθεί στην πράξη ακόμη πιο επικίνδυνο να εμπιστευθούμε στο κράτος να κρίνει ποιος λόγος είναι άξιος προστασίας και ποιος όχι.
Από μια τέτοια αφετηρία, είναι απόλυτα συνεπής η προτίμηση του συγγραφέα σε ένα σύστημα «αυτορρύθμισης» στο πλαίσιο των κωδίκων δημοσιογραφικής ηθικής, που μπορεί να περιλαμβάνει αυστηρότερους περιορισμούς στην ελευθερία της δημοσιογραφικής έκφρασης και της πληροφόρησης κατά την παρουσίαση των μεταναστών και άλλων μειονοτήτων στα μέσα ενημέρωσης. Μάλιστα ο συγγραφέας επιχειρεί μια συγκριτική έρευνα των «δεοντολογικών» περιορισμών της ελευθερίας της δημοσιογραφικής έκφρασης και πληροφόρησης, η οποία αποδεικνύει ότι ο Κώδικας της ΕΣΗΕΑ στο θέμα αυτό χρειάζεται να συμπληρωθεί με πρόσθετες υποδείξεις. Η μελέτη του Ανθόπουλου παρουσιάζει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον, που ξεπερνά τα όρια του συγκεκριμένου προβλήματος της νομικής αντιμετώπισης του ρατσιστικού λόγου. Τα θεωρητικά ζητήματα που τίθενται αναφορικά με την απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου δεν είναι κατά βάθος διαφορετικά από εκείνα που ανακύπτουν σε σχέση με την πορνογραφία, τα «τηλεσκουπίδια», γενικά τον λόγο ή τις εκφράσεις «χαμηλής αξίας». Η θέση του συγγραφέα γύρω από τα ζητήματα αυτά είναι σαφής και υποστηρίζεται με πειστικό τρόπο: μερικές φορές είναι καλύτερο να ανεχόμαστε ορισμένα κακά – π.χ., τον «συμβολικό» ρατσιστικό λόγο – παρά να ανοίγουμε τον δρόμο στον πολλαπλασιασμό των περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης. Η συζήτηση όμως παραμένει ανοικτή.