Εφημερίδα “Έθνος”, 20/10/2015
Πώς πρέπει να διδάσκεται το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία; Ποιοι μαθητές δικαιούνται απαλλαγή από το μάθημα και υπό ποιες προϋποθέσεις; Είναι επιτρεπτή η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στις σχολικές αίθουσες; Πώς επηρεάζονται οι αποφάσεις της Πολιτείας στα θέματα αυτά από τις ευρύτερες σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας; Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι νέα, καθώς έχουν απασχολήσει τη συνταγματική επιστήμη και τη νομολογία των δικαστηρίων εδώ και αρκετές δεκαετίες χωρίς, όπως φαίνεται, να έχουν αφομοιωθεί επαρκώς τα συμπεράσματα αυτής της διαμάχης.
Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή τις παλινωδίες της κυβέρνησης ως προς την υποχρέωση αιτιολόγησης της επιλογής των μαθητών να απαλλάσσονται από το μάθημα των θρησκευτικών, που προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδας. Από νομική σκοπιά, το πρόβλημα θα μπορούσε σήμερα να αντιμετωπιστεί χωρίς δυσκολία από έναν επιμελή φοιτητή που έχει διδαχθεί ανθρώπινα δικαιώματα. Σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, που στο άρθρο 13 κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά και με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών αποφασίζεται από τους γονείς με γνώμονα τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τις πεποιθήσεις αυτές δεν είναι υποχρεωμένοι να τις εκδηλώνουν αν δεν το επιθυμούν, όπως έχει γίνει δεκτό σε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η υποχρέωση λοιπόν να αιτιολογείται η απόφαση των γονέων να απαλλαγεί το παιδί από το μάθημα των θρησκευτικών παραβίαζε έμμεσα αυτό ακριβώς το δικαίωμα, δηλαδή τη δυνατότητα να μη δηλώσουν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τα τελευταία 20 χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει γίνει πιο ανοικτή στον θρησκευτικό πλουραλισμό και το σχολείο τείνει να αποκτήσει έναν «πολυπολιτισμικό» χαρακτήρα. Ως προς το μάθημα των θρησκευτικών, η κατεύθυνση του Συντάγματος υπέρ μια θρησκειολογικής προσέγγισης έναντι της ομολογιακής, ενισχύεται από αυτή τη νέα πραγματικότητα. Τόσο το θρησκειολογικό περιεχόμενο του μαθήματος όσο και η δυνατότητα αναιτιολόγητης απαλλαγής από αυτό αποτελούν συνταγματικές επιταγές, αλλά και εύλογη προσαρμογή στην εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα.