Νέα Σελίδα, 14/1/2018
Στην κριτική δεν είναι σήμερα συνταγματικά ανεκτό να τίθενται όρια. Η κριτική δεν μπορεί παρά να είναι απεριόριστη σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, όπου κατοχυρώνονται και προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου. Γιατί μας είναι τόσο δύσκολο να το κατανοήσουμε και να το αποδεχτούμε; Την απάντηση ας την αναζητήσουν οι κοινωνιολόγοι και οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι. Στην ελληνική νομική επιστήμη υποστηρίζονται, πάντως, διιστάμενες απόψεις. Η σύγχρονη, φιλελεύθερη αντίληψη δέχεται ότι η κριτική εξ ορισμού δεν μπορεί να οριοθετηθεί, εφόσον, βέβαια, ως κριτική αντιλαμβανόμαστε την αξιολογική κρίση για ένα έργο τέχνης ή για τον επιστημονικό και, ευρύτερα, τον δημόσιο λόγο.
Η θέση αυτή δεν είναι καινοφανής. Θεμελιώνεται στην ερμηνεία του Συντάγματός μας και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπως αυτή εφαρμόζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Θα διερωτηθεί κανείς: Και η προστασία της προσωπικότητας; Υποχωρούν η τιμή και η υπόληψη του κρινόμενου μπροστά στην ελευθερία του λόγου και, ειδικότερα, του κριτικού λόγου; Μα, αν δεχόμασταν την αντίθετη άποψη, ότι, δηλαδή, οι δυσμενείς χαρακτηρισμοί σε βάρος προσώπων και του έργου τους είναι ανεπίτρεπτοι, τότε θα οδηγούμασταν αναπότρεπτα είτε στην αποδοχή ως θεμιτής και νόμιμης μόνο της θετικής κριτικής είτε σε μια διαβάθμιση της έντασης της δυσμενούς κριτικής, απαγορεύοντας ενδεχομένως την οξεία κριτική. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι συνταγματικά νοητό.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί, επί παραδείγματι, ένας κριτικός κινηματογράφου να αξιολογήσει μια ταινία ως «σκουπίδι» και τον δημιουργό της ως «ατάλαντο»; Κατά τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, τα οποία, δυστυχώς, δεν έχουν ακόμη αφομοιώσει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εξαρτάται από το πού δημοσιεύεται η κριτική και αν έχει σκοπό εξύβρισης. Η ορθή απάντηση είναι όμως εξαιρετικά απλή και αβίαστη: ασφαλώς μπορεί. Αντίστοιχα, βέβαια, ο ίδιος ο κριτικός θα υποστεί κριτική για το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου του, ιδίως αν έχει υπερβεί τα όρια της ευπρέπειας. Στο ερώτημα για τα όρια της κριτικής, η απάντηση παραμένει αδιαπραγμάτευτη: η κριτική δεν γνωρίζει όρια.
Εδώ αναφύεται, ωστόσο, ένα άλλο πρόβλημα: Πότε ο λόγος παύει να αποτελεί «κριτική» και εκτρέπεται σε ποινικά κολάσιμη συκοφαντική δυσφήμηση; Αρνούμαστε ότι ο δικαστής οφείλει να κρίνει την αλήθεια και το ψέμα του κριτικού λόγου; Η απάντηση έχει δυο όψεις. Καταρχάς, ως αξιολογικός, ο κριτικός λόγος δεν επιδέχεται δικαστικής ή άλλης αποτίμησης με βάση το κριτήριο της αλήθειας και του ψεύδους. Μια αξιολογική κρίση είναι κολάσιμη μόνο σε αυταρχικά καθεστώτα, όπου ο λόγος περιορίζεται ή ποινικοποιείται όταν ενοχλεί τους κρατούντες. Από την άλλη πλευρά όμως, όταν ο δυσφημιστικός λόγος περιβάλλεται με τον μανδύα της οξείας κριτικής, με πρόθεση μείωσης της ηθικής και κοινωνικής αξίας του κρινόμενου, χρησιμοποιώντας ως όπλο ψευδή γεγονότα, τότε δεν πρόκειται πλέον για εκφορά κριτικού λόγου, αλλά για διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Υπ’ αυτό ακριβώς το πρίσμα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εισήγαγε τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων για δημόσιες πράξεις. Η ψευδής αναφορά σε δήθεν γεγονότα με πρόθεση συκοφάντησης δεν συνιστά κριτική, αλλά δυσφήμηση. Ομως, από την άλλη πλευρά, κάθε πρόσωπο που αποφασίζει να εκτεθεί στη δημόσια σφαίρα είναι υποχρεωμένο να ανέχεται την κριτική. Διαφορετικά θα έπαυε να υφίσταται αυτή η σφαίρα δημόσιου διαλόγου και θα επιστρέφαμε σε σκοτεινές εποχές αυταρχικών καθεστώτων.
Οποιος απειλεί με μηνύσεις ή υλοποιεί τέτοιες απειλές επιδιώκει να «παγώσει» τον δημόσιο διάλογο. Είναι σημαντικό ότι ήδη, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τέτοιου τύπου μηνύσεις είχαν ως αποτέλεσμα σε αρκετές περιπτώσεις όχι απλώς την αθώωση του μηνυόμενου, αλλά και την υπέρ αυτού επιδίκαση αποζημίωσης! Ισως είναι ώρα και για τον Ελληνα δικαστή να σκεφτεί σε αυτή την κατεύθυνση.