Νέα Σελίδα, 19/01/20
Ο διάλογος για τη ρύθμιση του εκλογικού συστήματος κινείται παραδοσιακά πάνω στο δίπολο «πολιτική αντιπροσώπευση – κυβερνησιμότητα». Το επιχείρημα της κυβερνησιμότητας οδηγεί στην πρόβλεψη ενός εκλογικού μπόνους υπέρ του πρώτου κόμματος, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο σχηματισμός αυτοδύναμης μονοκομματικής κυβέρνησης εάν συγκεντρώσει ποσοστό που εγγίζει το 40% των ψήφων.
Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές ενός αμιγώς αναλογικού συστήματος, δηλαδή ενός συστήματος που δεν προβλέπει την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με έναν αριθμό βουλευτών, θεωρούν ότι η κυβερνησιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη διαμόρφωση κυβερνήσεων συνεργασίας, με το σκεπτικό ότι δεν ταυτίζεται με τις μονοκομματικές κυβερνήσεις. Σε αυτό ακριβώς το μοτίβο διεξάγεται κατά βάση και η συζήτηση για τον νέο εκλογικό νόμο.
Ωστόσο ο διάλογος που διεξάγεται με τους παραπάνω όρους είναι ελλιπής, αποσπασματικός, παραπλανητικός και άγονος. Κατ’ αρχάς δεν είναι μόνο η κυβερνησιμότητα και η πολιτική αντιπροσώπευση τα ζητούμενα που καλείται να επιτύχει ένα «ιδανικό» εκλογικό σύστημα. Ζητούμενα είναι, επίσης, η γεωγραφική αντιπροσώπευση, η διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών και η αντιμετώπιση της πολιτικής τους αποστασιοποίησης, η επιλογή και η δυνατότητα ανανέωσης της πολιτικής τάξης, η αντιμετώπιση φαινομένων διαπλοκής και μαύρου πολιτικού χρήματος, η αναβάθμιση της πολιτικής κουλτούρας και άλλα.
Πολυσύνθετες είναι, εξάλλου, οι παράμετροι που καλείται να λάβει υπόψη ο σχεδιαστής του εκλογικού συστήματος. Το εκλογικό σύστημα δεν λειτουργεί εν κενώ, ούτε είναι ορθό να αγνοεί τα συγκεκριμένα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Για παράδειγμα σε ένα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, όπως αυτό που γνώρισε η χώρα το 2012, αποδείχθηκε ότι το εκλογικό σύστημα που προέβλεπε μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα ανεξαρτήτως εκλογικού ποσοστού ήταν ακατάλληλο.
Το εκλογικό σύστημα αλληλεπιδρά με το κομματικό σύστημα και επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Οι βασικές επιλογές του εκλογικού συστήματος ασκούν άμεση επίδραση στην εκλογική συμπεριφορά και στην πολιτική κουλτούρα. Αν το εκλογικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στην πολιτική και κομματική πραγματικότητα, τότε μπορεί να οδηγήσει σε διαστρέβλωση της αρχής της αντιπροσωπευτικότητας και σε κυβερνητικές τερατογενέσεις. Ταυτόχρονα, μπορεί να απωθήσει τους πολίτες ως προς την άσκηση του δικαιώματος ψήφου, να επιτείνει τη συγκρουσιακή πολιτική κουλτούρα και να αναπαράξει φαινόμενα διαφθοράς.
Με γνώμονα τα προηγούμενα, η απλή αναλογική που θέσπισε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε σήμερα να οδηγήσει στον σχηματισμό λειτουργικών και αποτελεσματικών κυβερνήσεων. Πράγματι, η πολιτική σκηνή δεν χαρακτηρίζεται πλέον από την πολιτική ένταση και την αποσυσπείρωση του εκλογικού σώματος που προκάλεσε η οικονομική κρίση και η περίοδος των μνημονίων. Όμως είναι αμφίβολο αν θα μπορούσαν να σχηματιστούν κυβερνήσεις συνεργασίας επί τη βάσει προγραμματικών αρχών. Η ουσιαστική συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων παραμένει μία δύσκολη άσκηση.
Από την άλλη πλευρά, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, που προβλέπει πριμοδότηση έως 50 έδρες για το πρώτο κόμμα σε συνάρτηση με την εκλογική του δύναμη, αποτελεί αναμφίβολα μία βελτιωμένη εκδοχή σε σχέση με τον νόμο που ίσχυε πριν από την απλή αναλογική που θέσπισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Και τούτο επειδή αφενός θέτει την επίτευξη ποσοστού 25% ως προϋπόθεση για τη λήψη του μπόνους και, αφετέρου, κλιμακώνει το ύψος του μπόνους ανάλογα με το ποσοστό που θα λάβει το πρώτο κόμμα.
Ωστόσο η πρόταση της Κυβέρνησης παρουσιάζει αρκετές αδυναμίες. Η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος θα έπρεπε να λαμβάνει επίσης υπόψη τη διαφορά του από το δεύτερο ή και το τρίτο κόμμα. Επιπλέον, το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για το μέγεθος των περιφερειών, που σκόπιμο είναι να αναμορφωθούν με γνώμονα τη γεωγραφική αντιπροσώπευση, ούτε επιχειρεί να αμβλύνει τις πολύπλευρες δυσλειτουργίες του σταυρού προτίμησης. Έτσι η επεξεργασία ενός εκλογικού νόμου που θα συνεκτιμήσει όλες τις κρίσιμες παραμέτρους παραπέμπεται στις καλένδες.