Τα Νέα, 07/02/20
Αποτελούν τα δημοψηφίσματα κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας ή επικίνδυνη αλλοίωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών; Στη θεωρία τα δημοψηφίσματα χαρακτηρίζονται ως η σημαντικότερη μορφή άμεσης δημοκρατίας, που λειτουργεί συμπληρωματικά προς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς. Ωστόσο οι κίνδυνοι που εγκυμονούν δεν συναρτώνται μόνο με τις παραβιάσεις των θεμελιωδών αρχών διεξαγωγής τους, όπως συνέβη με το ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015.
Ακόμη και σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τηρήθηκαν πιστά οι δημοκρατικές εγγυήσεις διεξαγωγής και οργανώθηκε μια εντατική δημόσια διαβούλευση επί δύο χρόνια, το δημοψήφισμα για το Brexit αποδείχθηκε ότι υπέκρυπτε άλλα διακυβεύματα από αυτά που τέθηκαν και οι παράγοντες που έκριναν την έκβασή του είχαν περιορισμένη συνάφεια με το κρίσιμο ερώτημα. Ο συναισθηματικός λόγος περί εθνικής κυριαρχίας που διατύπωσαν οι υποστηρικτές του Brexit και ο φόβος των μεταναστευτικών ροών, σε συνάρτηση με τη δυσθυμία απέναντι στην πολιτική τάξη, αποτέλεσαν τα στοιχεία που επηρέασαν την ψήφο κυρίως των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων. Πέρα από μία ήττα για την Ευρώπη, το δημοψήφισμα για το Brexit αποτέλεσε μία αποτυχία του πολιτικού συστήματος.
Δεν είναι τυχαίο ότι τον θεσμό του δημοψηφίσματος χρησιμοποίησαν συστηματικά και χειραγωγικά πρωτίστως αυταρχικά καθεστώτα και ηγέτες, μεταξύ των οποίων το ναζιστικό καθεστώς τη δεκαετία του 1930. Αλλά και στη χώρα-πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας, την Ελβετία, ορισμένα δημοψηφίσματα έχουν οδηγήσει σε παραβιάσεις διεθνώς κατοχυρωμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ένα άλλο παράδειγμα αποτελούν τα δημοψηφίσματα που προκήρυξε η αυταρχική κυβέρνηση της Ουγγαρίας, τα οποία συνέβαλαν στην αποδόμηση της ενωμένης Ευρώπης.
Η προσφυγή στη λαϊκή βούληση εμφανίζεται εκ πρώτης όψεως ως εκπλήρωση του αιτήματος για ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων πάνω σε θέματα μείζονος σημασίας. Όμως στις σύγχρονες συνταγματικές δημοκρατίες η προσφυγή σε δημοψήφισμα πρέπει να προσεγγίζεται ως εξαίρεση. Διαφορετικά μπορεί να καταστεί μηχανισμός αποφυγής της πολιτικής ευθύνης από τους κυβερνώντες, που επικαλούνται τη λαϊκή βούληση για να θεμελιώσουν τις επιλογές τους χωρίς να εξετάζονται σε βάθος τα κρίσιμα διλήμματα. Αυτή η πρακτική, την οποία ακολουθούν συστηματικά τα τελευταία χρόνια οι λαϊκιστικές κυβερνήσεις τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Λατινική Αμερική, οδηγεί σε διάχυση της ευθύνης και σε υποβάθμιση των θεσμών του δημοκρατικού κράτους δικαίου.
Στη χώρα μας δεν διαθέτουμε εμπειρία δημοψηφισμάτων, αυτό που πιο τεχνικά αποκαλείται «δημοψηφισματική κουλτούρα». Σχεδόν όλα τα δημοψηφίσματα που πραγματοποιήθηκαν στη διαδρομή του ελληνικού κράτους αφορούσαν κατ’ ουσίαν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενης ή προεδρευόμενης δημοκρατίας. Ως προς το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, αυτό ορθά χαρακτηρίστηκε ως στερούμενο βασικών δημοκρατικών εγγυήσεων, με γνώμονα ιδίως το αμφίσημο ερώτημα και τον ελάχιστο χρόνο διαβούλευσης.
Είναι όμως αβέβαιο κατά πόσον η βούληση του λαού θα μπορούσε να αποτυπωθεί έγκυρα σε ένα δημοψήφισμα υπό τις συνθήκες εκείνης της περιόδου, ακόμη και αν είχαν τηρηθεί οι προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις, τη στιγμή που η συναισθηματική φόρτιση και η συσσωρευμένη οργή από τις επιπτώσεις των περιοριστικών οικονομικών πολιτικών αποτελούσαν καθοριστικό παράγοντα για την ψήφο. Οφείλουμε λοιπόν να αντισταθούμε στη σαγήνη του δημοψηφισματικού λαϊκισμού και να επανεξετάσουμε προσεκτικά τους όρους, τα όρια και τις επιπτώσεις της διεξαγωγής τους.