Βήμα της Κυριακής, 23/02/20
Η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου για την κοινωνική ασφάλιση είναι αναμφισβήτητα μια άσκηση για δυνατούς λύτες. Το δημογραφικό πρόβλημα και η υψηλή ανεργία σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, σε συνάρτηση με τις διαχρονικές διαρθρωτικές παθογένειες, έπληξαν τη βιωσιμότητα του συστήματος, ενώ οι ατυχείς ρυθμίσεις του νόμου Κατρούγκαλου επέτειναν την απαξίωσή του. Η τροποποίηση της νομοθεσίας κατέστη επείγουσα προτεραιότητα τον περασμένο Οκτώβριο, μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές κρίσιμες διατάξεις του νόμου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθετική μεταρρύθμιση οριοθετείται από την πρόσφατη νομολογία, τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν με το τρίτο Μνημόνιο και τη δυσμενή δημοσιονομική συγκυρία.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε και συζητείται στη Βουλή επιτυγχάνει να σταθμίσει τα προηγούμενα χωρίς να ματαιώσει όσα θετικά περιλαμβάνονται στο προϊσχύον καθεστώς, όπως η ενοποίηση των ασφαλιστικών οργανισμών. Επιχειρεί επίσης να διατηρήσει μια ισορροπία έναντι αφενός όσων, εντός και εκτός συνόρων, ασκούν κριτική ότι οι συνταξιοδοτικές παροχές τις οποίες προβλέπει είναι εξαιρετικά γενναιόδωρες και, αφετέρου, των εκ διαμέτρου αντίθετων θέσεων που υποστηρίζουν ότι δεν βελτιώνει επαρκώς το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων. Η ενδιάμεση λύση που επιλέχθηκε με βάση τις αναλογιστικές μελέτες συνιστά μία ρεαλιστική επιλογή.
Ένα επιπλέον διακύβευμα για τον νομοθέτη ήταν αν θα προέβαινε στην υιοθέτηση του κεφαλαιοποιητικού συστήματος χρηματοδότησης της επικουρικής ασφάλισης. Η πολιτική απόφαση να μην προχωρήσει μια τέτοια αλλαγή είναι ορθή, αφού στις παρούσες συνθήκες κατά τη μεταβατική περίοδο θα ανέκυπτε σωρεία αρνητικών επιπτώσεων. Η μετάβαση από το διανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα έχει οικονομικό κόστος απαγορευτικό για τα δημοσιονομικά δεδομένα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της μετάβασης οι συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων θα έπρεπε να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από τις εισφορές των εργαζομένων, που ταυτόχρονα θα καταβάλουν εισφορές και για την κάλυψη των μελλοντικών δικών τους παροχών. Στις παρούσες οικονομικές, δημοσιονομικές, δημογραφικές και εργασιακές συνθήκες η κυβέρνηση θα επιχειρούσε ένα άλμα στο κενό αν προχωρούσε τώρα μια τέτοια μεταρρύθμιση.
Αναλύοντας το νομοσχέδιο διαπιστώνεται κατ’ αρχάς η συμμόρφωση στη συνταγματική νομολογία. Οι αποφάσεις του ΣτΕ έκριναν ότι αντίκειται στην αρχή της ισότητας η υπαγωγή σε ενιαίους κανόνες εισφορών και παροχών επιμέρους κατηγοριών ασφαλισμένων με ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες απασχόλησης και παραγωγής εισοδήματος, δηλαδή αφενός των μισθωτών και αφετέρου των αυτοαπασχολούμενων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Ενόψει αυτού το νομοσχέδιο προβλέπει την αποσύνδεση των εισφορών από το εισόδημα και τον χρόνο ασφάλισης. Έτσι θεσμοθετείται ένα νέο μοντέλο ελεύθερης επιλογής του ύψους των εισφορών που θα καταβάλλουν αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες, μεταξύ έξι κατηγοριών εισφορών, επιλύοντας ταυτόχρονα τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο ΕΦΚΑ για την είσπραξή τους.
Ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές, διατηρούνται μεν (και ορθώς) οι κατηγορίες της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης, οι οποίες είχαν θεσμοθετηθεί από το 2010, το μείζον όμως εν προκειμένω είναι ότι αυξάνονται τα ποσοστά αναπλήρωσης για όσους έχουν περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης. Έτσι το νομοσχέδιο υπακούει στην αρχή της ανταποδοτικότητας, που ρητά πλέον αναγνώρισε το ΣτΕ στην πρόσφατη νομολογία του, αποκαθιστώντας μία βασική πτυχή της λογικής του ασφαλιστικού θεσμού την οποία είχε υπονομεύσει ο νόμος Κατρούγκαλου εν ονόματι μιας ισοπεδωτικής μεταχείρισης των ασφαλισμένων. Παράλληλα, οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης λειτουργούν ως κίνητρο για την παραμονή στην εργασία και ως αντικίνητρο για την εισφοροδιαφυγή.
Με το νομοσχέδιο το σύστημα επικουρικής ασφάλισης διατηρείται και ενοποιείται διοικητικά με τον ΕΦΚΑ. Οι επικουρικές συντάξεις επανυπολογίζονται σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις του ΣτΕ. Ως προς την παράλληλη ασφάλιση, καταβάλλεται πλέον μια εισφορά υγείας και επικούρησης. Κρίσιμο είναι, επίσης, ότι οι εισφορές υγείας διατηρούνται στο ίδιο ύψος σε όλες τις ασφαλιστικές κατηγορίες (πλην της πρώτης), ενισχύοντας την ανταποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και δημιουργώντας κίνητρα επιλογής υψηλότερης κατηγορίας. Τέλος, σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό του συστήματος για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής παροχών και την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων.
Με το νομοσχέδιο πραγματοποιείται ένα κρίσιμο βήμα για τον εξορθολογισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και την προσαρμογή του προς τις συνταγματικές επιλογές της ανταποδοτικότητας, της ισότητας και της βιωσιμότητας. Η βίαιη υποχώρηση της ανταποδοτικότητας που προκάλεσε ο νόμος Κατρούγκαλου διέβρωσε την ασφαλιστική συνείδηση, που είχε ήδη τρωθεί από τις αλλεπάλληλες περικοπές παροχών τα χρόνια της κρίσης, υποσκάπτοντας την ενδογενεακή και τη διαγενεακή αλληλεγγύη. Με το νομοσχέδιο οι στρεβλώσεις αυτές αντιμετωπίζονται, αποσκοπώντας στην αναβίωση της αξιοπιστίας της κοινωνικής ασφάλισης και της εμπιστοσύνης των ασφαλισμένων προς το κράτος.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα δοκιμαστεί στην πράξη. Απομένει να επαληθευθεί η εύλογη πρόβλεψη ότι η κατάργηση του δημευτικού τρόπου υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών θα οδηγήσει σε μείωση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, άρα σε αύξηση των δημοσίων εσόδων. Μένει, εξάλλου, να επιβεβαιωθεί ότι η ενσωμάτωση του ΕΤΕΑΕΠ στον νέο ηλεκτρονικό ΕΦΚΑ και ο ψηφιακός μετασχηματισμός του θα έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Εκκρεμεί, τέλος, η εξαγγελθείσα συμπλήρωση της μεταρρύθμισης από ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για τα επαγγελματικά ταμεία, καθώς και από μηχανισμούς βελτίωσης του επιπέδου διαβίωσης που θα αντικαταστήσουν το καταργηθέν, βάσει του τρίτου Μνημονίου, ΕΚΑΣ. Η συζήτηση αυτή αφορά, ωστόσο, τις ευρύτερες μεταλλάξεις του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη και το αίτημα διάσωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.