Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 15/11/2007
Η συζήτηση που έχει ανοίξει για το εκλογικό σύστημα είναι εξαιρετικά σημαντική. Και τούτο επειδή το εκλογικό σύστημα επηρεάζει καθοριστικά τη λειτουργία του πολιτικού και του κομματικού συστήματος. Για παράδειγμα, η υιοθέτηση ενός αμιγώς αναλογικού εκλογικού συστήματος θα είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση κυβερνήσεων συνεργασίας, καθώς και την ενίσχυση των κεντρόφυγων δυνάμεων στα κόμματα εξουσίας. Πέρα από τις μεταβολές που θα επέφερε μία τέτοια εξέλιξη στο κομματικό τοπίο, ταυτόχρονα θα συνεπαγόταν την ανάπτυξη μιας νέας αντίληψης για την κομματική αντιπαράθεση, καλλιεργώντας νέα «πολιτικά ήθη», ένα νέο πολιτικό πολιτισμό. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, καθιστώντας δυσχερέστατη την ανάδειξη ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων, δεν αποκλείεται να άμβλυνε τη μεταρρυθμιστική δυναμική της κυβέρνησης και να διεύρυνε τις ποικίλες, πολιτικές ή άλλες, εξαρτήσεις των κυβερνήσεων συνεργασίας. Σε κάθε περίπτωση, κριτήριο δημοκρατικότητας και λειτουργικότητας ενός εκλογικού συστήματος αποτελεί η εναρμόνιση των στόχων για αναλογική αντιπροσώπευση και κυβερνητική σταθερότητα.
Δεν είναι λοιπόν τόσο απλή η απάντηση στο ερώτημα εάν θεωρείται «καλύτερο» ένα περισσότερο ή ένα λιγότερο αναλογικό σύστημα. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 επήλθε πάντως μία κορυφαίας σημασίας μεταρρύθμιση: Δεν έχει πλέον τη δυνατότητα η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να διαμορφώσει τον εκλογικό νόμο με γνώμονα αυτό που θεωρεί πιο συμφέρον για την ίδια, ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική και εκλογική συγκυρία. Εάν, δηλαδή, δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε ο νέος εκλογικός νόμος εφαρμόζεται από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια επανέρχεται στην πολιτική συζήτηση η πρόταση για θεσμοθέτηση μίας παραλλαγής του λεγόμενου γερμανικού εκλογικού συστήματος, προσαρμοσμένης στην ελληνική πραγματικότητα. Υπέρ του γερμανικού εκλογικού συστήματος έχουν ταχθεί ο Πρόεδρος και αρκετοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, αλλά και αρκετοί υπουργοί και βουλευτές της Ν. Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι βουλευτές εκλέγονται αφ’ ενός σε μονοεδρικές περιφέρειες και αφ’ ετέρου σε ευρύτερες περιφέρειες με εκλογικό κατάλογο (λίστα). Πλεονέκτημα του συστήματος είναι ασφαλώς ότι απεγκλωβίζει τον υποψήφιο βουλευτή από το κυνήγι του σταυρού, απαλλάσσοντάς τον από ενδεχόμενες εξαρτήσεις ή συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά όμως, καθίσταται πανίσχυρη η εκάστοτε κομματική ηγεσία και οι κομματικοί μηχανισμοί, από τους οποίους εξαρτάται η επιλογή των υποψήφιων βουλευτών.
Στη Γερμανία το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί στο ίδιο το Σύνταγμα, όπου κατοχυρώνεται ρητά η εσωκομματική δημοκρατία. Ο έλεγχος της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων είναι εντατικός και αποτελεσματικός, μεταφερόμενος ενίοτε ακόμα και στο επίπεδο του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Παράλληλα έχει διαμορφωθεί μια μακρόχρονη κουλτούρα και πρακτική εσωκομματικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, όπου όλα τα προηγούμενα απουσιάζουν, η υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος γερμανικού τύπου δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην πλήρη εξάρτηση της ανάδειξης βουλευτών από την εύνοια της κατ’ ουσίαν ανέλεγκτης κομματικής ηγεσίας, στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δυνατότητας διαλόγου, άρα και αντιλόγου μέσα στα κόμματα, στη μετατροπή των βουλευτών σε απλούς χειροκροτητές του αρχηγού. Στην πράξη, η εξάρτηση της υποψηφιότητας του βουλευτή από την κομματική ηγεσία σημαίνει ότι συρρικνώνονται τα περιθώρια αμφισβήτησης των αντιλήψεων που εκφράζει η ηγεσία αυτή.
Εάν δεν διασφαλιστούν ουσιαστικές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας και συλλογικής λειτουργίας των κομμάτων, η θεσμοθέτηση ενός γερμανικού τύπου εκλογικού συστήματος ενδέχεται να αποτελέσει ορόσημο για την περαιτέρω απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, για την απίσχνανση των τελευταίων νησίδων εσωκομματικής δημοκρατίας και για την πλήρη αναξιοπιστία της πολιτικής.
Δεν είναι λοιπόν τόσο απλή η απάντηση στο ερώτημα εάν θεωρείται «καλύτερο» ένα περισσότερο ή ένα λιγότερο αναλογικό σύστημα. Με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 επήλθε πάντως μία κορυφαίας σημασίας μεταρρύθμιση: Δεν έχει πλέον τη δυνατότητα η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία να διαμορφώσει τον εκλογικό νόμο με γνώμονα αυτό που θεωρεί πιο συμφέρον για την ίδια, ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική και εκλογική συγκυρία. Εάν, δηλαδή, δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, τότε ο νέος εκλογικός νόμος εφαρμόζεται από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Εδώ και περισσότερα από 10 χρόνια επανέρχεται στην πολιτική συζήτηση η πρόταση για θεσμοθέτηση μίας παραλλαγής του λεγόμενου γερμανικού εκλογικού συστήματος, προσαρμοσμένης στην ελληνική πραγματικότητα. Υπέρ του γερμανικού εκλογικού συστήματος έχουν ταχθεί ο Πρόεδρος και αρκετοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, αλλά και αρκετοί υπουργοί και βουλευτές της Ν. Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, οι βουλευτές εκλέγονται αφ’ ενός σε μονοεδρικές περιφέρειες και αφ’ ετέρου σε ευρύτερες περιφέρειες με εκλογικό κατάλογο (λίστα). Πλεονέκτημα του συστήματος είναι ασφαλώς ότι απεγκλωβίζει τον υποψήφιο βουλευτή από το κυνήγι του σταυρού, απαλλάσσοντάς τον από ενδεχόμενες εξαρτήσεις ή συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά όμως, καθίσταται πανίσχυρη η εκάστοτε κομματική ηγεσία και οι κομματικοί μηχανισμοί, από τους οποίους εξαρτάται η επιλογή των υποψήφιων βουλευτών.
Στη Γερμανία το πρόβλημα αυτό έχει επιλυθεί στο ίδιο το Σύνταγμα, όπου κατοχυρώνεται ρητά η εσωκομματική δημοκρατία. Ο έλεγχος της δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων είναι εντατικός και αποτελεσματικός, μεταφερόμενος ενίοτε ακόμα και στο επίπεδο του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Παράλληλα έχει διαμορφωθεί μια μακρόχρονη κουλτούρα και πρακτική εσωκομματικής δημοκρατίας. Στην Ελλάδα, όπου όλα τα προηγούμενα απουσιάζουν, η υιοθέτηση ενός εκλογικού συστήματος γερμανικού τύπου δεν αποκλείεται να οδηγήσει στην πλήρη εξάρτηση της ανάδειξης βουλευτών από την εύνοια της κατ’ ουσίαν ανέλεγκτης κομματικής ηγεσίας, στην περαιτέρω αποδυνάμωση της δυνατότητας διαλόγου, άρα και αντιλόγου μέσα στα κόμματα, στη μετατροπή των βουλευτών σε απλούς χειροκροτητές του αρχηγού. Στην πράξη, η εξάρτηση της υποψηφιότητας του βουλευτή από την κομματική ηγεσία σημαίνει ότι συρρικνώνονται τα περιθώρια αμφισβήτησης των αντιλήψεων που εκφράζει η ηγεσία αυτή.
Εάν δεν διασφαλιστούν ουσιαστικές εγγυήσεις εσωκομματικής δημοκρατίας και συλλογικής λειτουργίας των κομμάτων, η θεσμοθέτηση ενός γερμανικού τύπου εκλογικού συστήματος ενδέχεται να αποτελέσει ορόσημο για την περαιτέρω απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, για την απίσχνανση των τελευταίων νησίδων εσωκομματικής δημοκρατίας και για την πλήρη αναξιοπιστία της πολιτικής.