Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 27/1/2009
Τον περασμένο μήνα γράφτηκε κατ’ ουσίαν η τελευταία πράξη στην πολύκροτη υπόθεση του «βασικού μετόχου», που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής και νομικής συζήτησης για περισσότερο από μία πενταετία. Στην αναθεώρηση του 2001, ύστερα από θυελλώδεις κοινοβουλευτικές και επιστημονικές αντιπαραθέσεις, κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα το ασυμβίβαστο μεταξύ των ιδιοτήτων του ιδιοκτήτη, εταίρου, βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους αφ ενός σε επιχειρήσεις μέσων μαζικής επικοινωνίας και αφ ετέρου σε επιχειρήσεις που διαγωνίζονται και αναλαμβάνουν δημόσια έργα ή υπηρεσίες και προμήθειες του Δημοσίου. Το ασυμβίβαστο επεκτάθηκε στους συγγενείς έως και τέταρτου βαθμού των προσώπων αυτών, προκαλώντας καθημερινές ιστορίες επιχειρηματικής, γραφειοκρατικής, πολιτικής και οικογενειακής τρέλας.
Όλα τα προηγούμενα πραγματοποιήθηκαν εν ονόματι της καταπολέμησης της λεγόμενης «διαπλοκής», που υπήρξε το κεντρικό πολιτικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2000-2005. Οι περίφημοι «νταβατζήδες» του Μπαϊρακτάρη κατασκευάστηκαν ως νέος εσωτερικός εχθρός, που οι μέντορες της πολιτικής ηθικολογίας θα έριχναν στο πυρ το εξώτερον. Είναι αξιομνημόνευτο, βέβαια, ότι η σχετική συνταγματική διάταξη περί «βασικού μετόχου» υπερψηφίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών. Όποιος τολμούσε να διαφωνήσει, είτε πολιτικός είτε νομικός, κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως «διαπλεκόμενος» ή υπάλληλος των «νταβατζήδων». Το ΕΣΡ κατακλύστηκε από στοίβες δικαιολογητικών οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης, τα οποία αγωνιζόταν να διεκπεραιώσει. Και όλα αυτά εις μάτην. Εάν κάποιος επιχειρηματίας σκοπεύει να ασκήσει επιρροή στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, μπορεί να το επιχειρήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και μάλιστα πολύ οικονομικότερα και απλούστερα από το να εμπλακεί ο ίδιος ή συγγενικό του πρόσωπο στο επιχειρηματικό πεδίο των μέσων ενημέρωσης. Αλλά και πέρα από αυτό υπάρχει ακόμη κανείς σήμερα που δεν γνωρίζει ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων και της πολιτικής τάξης πραγματοποιείται με αδιαφανείς μεθόδους ή ότι στη σύγχρονη τηλεοπτική δημοκρατία η πολιτική αναπαραγωγή εξαρτάται από τη διασύνδεση των πολιτικών, με κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος;
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που επιχείρησε να κατοχυρώσει ένα τέτοιο ασυμβίβαστο, με μια συνταγματική ρύθμιση που αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτικά ατελέσφορη και νομικά προβληματική. Το ζήτημα έλυσε τελικά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κρίνοντας ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εξειδίκευσαν τη συνταγματική επιταγή είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο. Ήδη βέβαια η επίμαχη διάταξη είχε καταστεί στην πράξη ανενεργή, όταν κινήθηκε προ τετραετίας εναντίον της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν από όλα αυτά μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι ότι η υποκρισία και ο λαϊκισμός περισσεύουν στην ελληνική πολιτική τάξη. Ας θεσπιστούν και ας εφαρμοστούν επιτέλους μηχανισμοί διαφάνειας και ελέγχου της ροής του πολιτικού χρήματος. Χρήσιμες επ’ αυτού προτάσεις έχουν υποβάλει κατά καιρούς τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε τελική ανάλυση, ποιος ευθύνεται κατά βάση για τη διαφθορά και τη «διαπλοκή»; Μόνο οι «κακοί» επιχειρηματίες ή ιδίως οι «αθώοι» πολιτικοί, που χρηματοδοτούνται για να εξυπηρετούν;
Όλα τα προηγούμενα πραγματοποιήθηκαν εν ονόματι της καταπολέμησης της λεγόμενης «διαπλοκής», που υπήρξε το κεντρικό πολιτικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 2000-2005. Οι περίφημοι «νταβατζήδες» του Μπαϊρακτάρη κατασκευάστηκαν ως νέος εσωτερικός εχθρός, που οι μέντορες της πολιτικής ηθικολογίας θα έριχναν στο πυρ το εξώτερον. Είναι αξιομνημόνευτο, βέβαια, ότι η σχετική συνταγματική διάταξη περί «βασικού μετόχου» υπερψηφίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών. Όποιος τολμούσε να διαφωνήσει, είτε πολιτικός είτε νομικός, κινδύνευε να χαρακτηριστεί ως «διαπλεκόμενος» ή υπάλληλος των «νταβατζήδων». Το ΕΣΡ κατακλύστηκε από στοίβες δικαιολογητικών οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης, τα οποία αγωνιζόταν να διεκπεραιώσει. Και όλα αυτά εις μάτην. Εάν κάποιος επιχειρηματίας σκοπεύει να ασκήσει επιρροή στη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, μπορεί να το επιχειρήσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, και μάλιστα πολύ οικονομικότερα και απλούστερα από το να εμπλακεί ο ίδιος ή συγγενικό του πρόσωπο στο επιχειρηματικό πεδίο των μέσων ενημέρωσης. Αλλά και πέρα από αυτό υπάρχει ακόμη κανείς σήμερα που δεν γνωρίζει ότι η χρηματοδότηση των κομμάτων και της πολιτικής τάξης πραγματοποιείται με αδιαφανείς μεθόδους ή ότι στη σύγχρονη τηλεοπτική δημοκρατία η πολιτική αναπαραγωγή εξαρτάται από τη διασύνδεση των πολιτικών, με κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος;
Η Ελλάδα υπήρξε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που επιχείρησε να κατοχυρώσει ένα τέτοιο ασυμβίβαστο, με μια συνταγματική ρύθμιση που αβίαστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτικά ατελέσφορη και νομικά προβληματική. Το ζήτημα έλυσε τελικά το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κρίνοντας ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που εξειδίκευσαν τη συνταγματική επιταγή είναι αντίθετες προς το κοινοτικό δίκαιο. Ήδη βέβαια η επίμαχη διάταξη είχε καταστεί στην πράξη ανενεργή, όταν κινήθηκε προ τετραετίας εναντίον της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αν από όλα αυτά μπορεί να συναχθεί κάποιο συμπέρασμα, αυτό είναι ότι η υποκρισία και ο λαϊκισμός περισσεύουν στην ελληνική πολιτική τάξη. Ας θεσπιστούν και ας εφαρμοστούν επιτέλους μηχανισμοί διαφάνειας και ελέγχου της ροής του πολιτικού χρήματος. Χρήσιμες επ’ αυτού προτάσεις έχουν υποβάλει κατά καιρούς τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Σε τελική ανάλυση, ποιος ευθύνεται κατά βάση για τη διαφθορά και τη «διαπλοκή»; Μόνο οι «κακοί» επιχειρηματίες ή ιδίως οι «αθώοι» πολιτικοί, που χρηματοδοτούνται για να εξυπηρετούν;