Τα Νέα, 24.09.2022
Ας ξεκινήσουμε από αυτά στα οποία διαμορφώνεται συναίνεση στον νομικό κόσμο: Η παρακολούθηση των επικοινωνιών του αρχηγού του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος έγινε με όρους ασύμβατους προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Είναι προφανής ο λόγος που ο πρωθυπουργός αναγνώρισε μεν ότι ήταν μία «πολιτικά λανθασμένη» απόφαση, αλλά αρνήθηκε ότι υπήρξε νομική πλημμέλεια. Η παραδοχή της παρανομίας που συντελέστηκε θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου ως προς ποινικές και αστικές ευθύνες των εμπλεκόμενων. Μυστήριο παραμένει πώς προέβη ο πρωθυπουργός σε αυτή την αξιολόγηση όταν ταυτόχρονα δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τους λόγους της παρακολούθησης.
Συμφωνούμε, επίσης, ότι το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της ΕΥΠ και τη διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Συντάγματος, χρήζει εκ βάθρων αναθεώρησης. Σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί και η κυβέρνηση. Ωστόσο, οι αλλαγές που θέσπισε με την πρόσφατη πράξη νομοθετικού περιεχομένου μόνο προσχηματικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν προχώρησε καν στην ανάκληση της ρύθμισης που θεσμοθέτησε το 2021, παρά τις τότε αντιρρήσεις της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, με την οποία κατά παράβαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ αφαίρεσε από την ΑΔΑΕ την αρμοδιότητα να ενημερώνει τους παρακολουθούμενους μετά το τέλος της παρακολούθησης.
Ας δούμε τώρα πού διαφωνούμε: Κατ’ αρχάς, στον τρόπο ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για το σκάνδαλο. Την πολιτική ευθύνη δεν μπορεί να αναλάβει ούτε ο διορισμένος διοικητής της ΕΥΠ ούτε ο μετακλητός γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, που παραιτήθηκαν μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης. Την πολιτική ευθύνη όφειλε να αναλάβει ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ, αρμοδιότητα που μετά τις εκλογές του 2019 ανατέθηκε στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Πρόκειται για μία ακόμη όψη του αποκαλούμενου «επιτελικού κράτους», που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά την υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων στον πρωθυπουργό και τους άμεσους συνεργάτες του, υποβαθμίζοντας επί της ουσίας τον θεσμικό ρόλο του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργών.
Διαφωνούμε όμως και σε κάτι ακόμη, εξαιρετικά σημαντικό, δηλαδή στη διαδικασία διερεύνησης όλων των πτυχών του σκανδάλου, για την οποία δεσμεύτηκε ο πρωθυπουργός. Πώς θα διερευνηθεί η υπόθεση όταν η ΕΥΠ ενημερώνει ότι τεχνικά σφάλματα οδήγησαν σε «εξαΰλωση» των φακέλων της παρακολούθησης Ανδρουλάκη και άλλων προσώπων; Πώς μπορεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας και η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής να ξετυλίξουν το κουβάρι, όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αναγνωρίζει στα εξεταζόμενα πρόσωπα τη δυνατότητα να επικαλούνται το απόρρητο της ΕΥΠ; Η επίκληση του απορρήτου στη Βουλή είναι παράνομη, όπως ανέλυσε προς τιμήν του και ο βουλευτής της ΝΔ Κ. Τζαβάρας. Αλλά ακόμη και αν δεχθούμε ότι απαιτείται άδεια του πολιτικού προϊσταμένου της ΕΥΠ για να καταθέσουν οι μάρτυρες στη Βουλή, η ευθύνη για τη μη χορήγηση αυτής της άδειας βαραίνει τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Το θεσμικό αποτύπωμα του σκανδάλου είναι λοιπόν αρνητικό, από την άποψη ότι τα αντίβαρα απέναντι στο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο δεν φαίνεται να λειτουργούν αποτελεσματικά. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε τη σθεναρή στάση της ΑΔΑΕ που, παρά τη συστηματική προσπάθεια παροπλισμού της τα τελευταία χρόνια, προχώρησε σε σειρά ελέγχων αποκαλύπτοντας τις παρακολουθήσεις και διασώζοντας την τιμή της δημοκρατίας μας. Απέναντι στο σκοτάδι του βαθέως κράτους και την κυβερνητική επιχείρηση συγκάλυψης, η λειτουργία της ΑΔΑΕ αποτελεί ένα φωτεινό παράδειγμα θεσμικής ακεραιότητας.