Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΝΟΜΟ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 20/10/2009

 
Στις σημαντικότερες εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης περιλαμβάνεται η ριζική αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με την κατάθεση νομοσχεδίου σε άμεση προτεραιότητα. Είναι σημαντικό να επισημανθεί εξαρχής ότι ο εκλογικός νόμος δεν αποτελεί πλέον ένα εργαλείο στα χέρια της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που προσαρμόζεται στα μέτρα της εκλογικής της στρατηγικής, αφού μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 οι νομοθετικές μεταβολές που εισάγονται στο εκλογικό σύστημα τίθενται σε ισχύ από τη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, εκτός εάν κατά την ψήφισή τους συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών, οπότε μπορούν να ισχύσουν άμεσα από τις επόμενες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να προχωρήσει το συντομότερο στην ψήφιση νέου εκλογικού νόμου δεν αποσκοπεί σε «ύποπτα» εκλογικά οφέλη, όπως συνέβη κατ’ επανάληψη πριν από το 2001, αλλά συνιστά πράγματι ένα εγχείρημα εκσυγχρονισμού των θεσμών.
Η αναγκαιότητα για αναδιάρθρωση του τρόπου εκλογής των βουλευτών και κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν υποστηρίχθηκε πρόσφατα. Οι δυσλειτουργίες του ισχύοντος εκλογικού συστήματος έχουν από μακρού επισημανθεί κατά τον επιστημονικό και τον πολιτικό διάλογο. Το ΠΑΣΟΚ είχε θέσει προς συζήτηση ήδη πριν από δύο χρόνια την πρότασή του για ένα νέο εκλογικό σύστημα, που υιοθετεί αρκετά στοιχεία από το γερμανικό εκλογικό μοντέλο, διατηρώντας ωστόσο την πριμοδότηση του πρώτου κόμματος, προκειμένου να διευκολύνεται η ανάδειξη ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων. Ειδικότερα, η πλειονότητα των βουλευτικών εδρών, περίπου 180 έδρες, θα κατανέμεται σε μονοεδρικές περιφέρειες, ενώ οι υπόλοιπες έδρες θα προκύπτουν από την εκλογή με λίστα. Το πρώτο κόμμα θα ενισχύεται, πάντως, με έναν αριθμό περίπου 40 εδρών, αλλοιώνοντας την αναλογικότητα του συστήματος. Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου μοντέλου είναι εμφανή. Πρώτα απ όλα, η συρρίκνωση του μεγέθους των εκλογικών περιφερειών θα περιορίσει τις εκλογικές δαπάνες των υποψηφίων, άρα και τις αθέμιτες εξαρτήσεις τους από κέντρα οικονομικής και επικοινωνιακής ισχύος. Επιπλέον, οι υποψήφιοι στις μονοεδρικές περιφέρειες θα τίθενται ενώπιον περίπου 60.000 εκλογέων, με αποτέλεσμα μεγαλύτερη εγγύτητα και προσιτότητα μεταξύ ψηφοφόρων και βουλευτών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδίως στις τεράστιες εκλογικές περιφέρειες των μητροπολιτικών κέντρων αυτή η σχέση έχει τα τελευταία χρόνια καταστεί «τηλεοπτική». Τέλος, μέσα από τους δεσμευμένους συνδυασμούς (λίστες) θα προκύψει η δυνατότητα να συμμετάσχουν στα ψηφοδέλτια πρόσωπα που δεν ήταν διατεθειμένα να εμπλακούν στο προεκλογικό παιχνίδι και, εν γένει, στην ενεργό πολιτική ζωή υπό όρους επαγγελματιών της πολιτικής.
Ωστόσο η μεγάλη πρόκληση ενός τέτοιου τύπου εκλογικού συστήματος συνίσταται στον μετασχηματισμό της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Προϋπόθεση για να μην αποτελέσει το νέο εκλογικό σύστημα μέσο περαιτέρω ενδυνάμωσης των κομματικών ηγεσιών εις βάρος του συνταγματικά κατοχυρωμένου αιτήματος της εσωκομματικής δημοκρατίας είναι η διασφάλιση ανοιχτών και διάφανων διαδικασιών ανάδειξης των υποψήφιων βουλευτών, με την ουσιαστική συμμετοχή της κομματικής βάσης. Στην αντίθετη περίπτωση, όχι μόνο θα διευρυνθεί η αναξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων, αλλά θα συρρικνωθεί ακόμη περισσότερο η ικανότητα των βουλευτών και των Κοινοβουλευτικών Ομάδων να λειτουργούν ως αντίβαρα απέναντι στον εγγενή αυταρχισμό των κομματικών ηγεσιών και στις πρωθυπουργικές υπερεξουσίες.