Πέντε χρόνια μετά την αναθεώρηση του 2001 ο πολιτικός και επιστημονικός διάλογος δεν φαίνεται να έχει καταλήξει ακόμη σε γενικώς αποδεκτά συμπεράσματα ως προς το ζήτημα εάν οι ευρύτατες τροποποιήσεις του συνταγματικού κειμένου, που τέθηκαν σε ισχύ στις 17 Απριλίου 2001, ορθότερο είναι να χαρακτηριστούν ως αναγκαίες, χρήσιμες και σημαντικές ή, αντιθέτως, ως περιττές, άτολμες, ενίοτε δυσεφάρμοστες και σε τελική ανάλυση αρνητικές για τη λειτουργία του πολιτεύματος. Το ζήτημα αυτό δεν παρουσιάζει ωστόσο μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, ούτε εμπίπτει αποκλειστικά στη θεωρητική μελέτη της πρόσφατης συνταγματικής ιστορίας. Αντίθετα, η αποτίμηση της αναθεώρησης του 2001 αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση για την επεξεργασία ενός αναμενόμενου –και πλέον επισήμως εξαγγελθέντος από τον Πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή– νέου αναθεωρητικού εγχειρήματος.
Ειδικότερα, η αποτίμηση της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 είναι σκόπιμο να επιχειρηθεί σε δύο επίπεδα: Κατ’ αρχάς απαιτείται η εις βάθος κριτική αξιολόγηση της εφαρμογής μιας εκάστης των νέων ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν το 2001, με συγκεκριμένη αναφορά στη νέα νομοθεσία και νομολογία, στην κοινοβουλευτική και διοικητική πρακτική και εν γένει στις επιπτώσεις τους στην έννομη τάξη και στη λειτουργία των θεσμών. Περαιτέρω, επιβάλλεται να προσεγγιστεί το συνταγματικό κείμενο ως όλον, προκειμένου να αναδειχθούν, υπό μία συστηματική ερμηνευτική οπτική, τόσο οι ειδικότερες θεσμικές επενέργειες ή ελλείψεις όσο και, ιδίως, η «εσωτερική ισορροπία», η ευρύτερη εγγυητική και οργανωτική λειτουργία και η συμβολική ισχύς του αναθεωρημένου Συντάγματος.
Η μελέτη θέτει ορισμένα κεντρικά ερωτήματα ενόψει της επικείμενης αναθεώρησης. Ποια είναι τα πολιτειολογικά διακυβεύματα, ποιες οι συνταγματικές ανεπάρκειες, σε ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια νέα συνταγματική στρατηγική για την αναθεώρηση που, όπως φαίνεται, θα ξεκινήσει το 2006; Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ότι η νέα συνταγματική αναθεώρηση θεωρείται αναγκαία και θα μπορούσε να έχει δύο μείζονες κατευθύνσεις: Αφ’ ενός, μια «ενδοστρεφή» κατεύθυνση, που συνίσταται στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και της θεσμικής αποτελεσματικότητας του ίδιου του Συντάγματος, στη διορθωτική παρέμβαση σε ορισμένες ρυθμίσεις που στην πράξη αποδείχθηκαν δυσλειτουργικές και στην εισαγωγή θεσμών που θα διασφαλίσουν περαιτέρω την αξιοποίηση και την εφαρμογή των εγγυητικών παρεμβάσεων τόσο του συνταγματικού νομοθέτη του 2001, όσο και του νέου αναθεωρητικού νομοθέτη. Αφ’ ετέρου, μια μεταρρυθμιστική κατεύθυνση με επίκεντρο τη μείζονα πρόκληση που αντιμετωπίζει η ελληνική πολιτεία σήμερα, δηλαδή τον περιορισμό των ποικίλων θεσμικών παρενεργειών του κομματικού κράτους, που άπτονται των εν ευρεία εννοία αθέμιτων παρεμβάσεων της εκάστοτε κυβερνώσας κομματικής πλειοψηφίας στη λειτουργία των κρατικών οργάνων, στη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και στη σχέση κράτους-πολίτη, στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στην ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών, στην αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών και στη δράση της δημόσιας διοίκησης.
Στη μελέτη αναλύονται οι δύο αυτές κεντρικές κατευθύνσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον κορμό μιας συνταγματικής στρατηγικής για τη νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία και, περαιτέρω, αναλύονται τα νέα πεδία στα οποία κρίνεται σκόπιμο να παρέμβει ο αναθεωρητικός νομοθέτης.