Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 23/3/2010
Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά στην Ευρώπη εμφανίζονται αμήχανες μπροστά στη χρηματοπιστωτική κρίση. Εξίσου αμήχανο είναι κατ’ ουσίαν το συνδικαλιστικό κίνημα. Σε όσες ευρωπαϊκές χώρες την εξουσία κατέχουν κεντροαριστερά κόμματα, οι πολιτικές που εφαρμόζουν τείνουν να χαρακτηριστούν ως εν τοις πράγμασι νεοφιλελεύθερες. Όπου τα κόμματα αυτά παραμένουν στην αντιπολίτευση, η κριτική που ασκούν αξιολογείται ως μάλλον υποτονική.
Το κυριότερο, πάντως, πρόβλημα του αριστερού πολιτικού λόγου σήμερα είναι ότι δεν προτείνει συγκεκριμένες λύσεις εξόδου από την κρίση. Είτε ως κυβερνώσα πλειοψηφία είτε ως αντιπολίτευση, η Κεντροαριστερά και η Αριστερά αρθρώνουν έναν λόγο που δεν πείθει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρόκειται για την αναπαραγωγή κεϊνσιανών στερεοτύπων, διανθισμένων με την επωδό τετριμμένων παραινέσεων περί παγκόσμιας διακυβέρνησης και υπερεθνικών κανόνων ρύθμισης των αγορών. Συγκεκριμένες, όμως, θέσεις και δημόσιες πολιτικές σχετικά με τη δημοσιονομική σταθεροποίηση, τη μείωση του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων χωρίς εκτόξευση της ανεργίας, συρρίκνωση των δικαιωμάτων και διόγκωση των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχουν υποστηριχθεί κατά τρόπο συνεκτικό.
Για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά το συγκριτικό πλεονέκτημα, που διασφάλισε την ιδεολογική της ηγεμονία για αρκετές δεκαετίες στην Ευρώπη, αποτέλεσε η νομιμοποιητική λειτουργία και η ηθική υπεροχή που απέρρεαν από τη συγκρότηση ισχυρών μηχανισμών κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας της εργασίας, διαμορφώνοντας το λεγόμενο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Τα πλήγματα που δέχεται αυτό το μοντέλο είναι τους τελευταίους μήνες συντριπτικά, ενώ, όπως φαίνεται, οι συνέπειες της κρίσης θα γίνουν τα επόμενα χρόνια ακόμη πιο επώδυνες για τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Η αδυναμία της αριστερής και κεντροαριστερής πολιτικής επιχειρηματολογίας και δράσης να προσφέρουν, αν όχι ισχυρές αντιστάσεις, έστω μια τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι στην αποσάθρωση του κοινωνικού κράτους, λειτουργεί ως στοιχείο εσωτερικής διάβρωσης της αξιοπιστίας της. Πιο ελκυστική υπό αυτές τις συνθήκες αποδεικνύεται για ολοένα περισσότερους εκλογείς η λαϊκιστική ρητορεία της ακροδεξιάς, που εμφανίζεται ενισχυμένη από την οικονομική κρίση.
Για την Αριστερά η κρίση μετατρέπεται, λοιπόν, από προνομιακό πεδίο άρθρωσης ενός λόγου υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναδιανομής, σε παγίδα απώλειας των κοινωνικών της ερεισμάτων. Μόνο η ανανέωση του ιδεολογικοπολιτικού της οπλοστασίου μπορεί να αποτρέψει αυτή την απίσχνανση και την κατάρρευση της πολιτικής της αξιοπιστίας. Πέρα από τα προηγούμενα, δεν πρέπει να υποτιμάται η υποχώρηση μιας σειράς άλλων διεκδικήσεων, που παραδοσιακά συνιστούσαν κεντρικό πεδίο αναφοράς του αριστερού λόγου: Τα αιτήματα για διεύρυνση της δημοκρατικής συμμετοχής και ενδυνάμωση της προστασίας των ατομικών ελευθεριών βρίσκουν ολοένα μικρότερη απήχηση στις «κρισιακές» κοινωνίες του φόβου και της ανασφάλειας. Η ψυχολογία της κρίσης καθιστά τους πολίτες πιο ευάλωτους ως προς τη συρρίκνωση των ατομικών δικαιωμάτων και ενισχύει τις τάσεις ιδιώτευσης. Η δεξαμενή μαχητικών, ενεργών πολιτών μοιάζει να στερεύει για την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Και αυτό συνιστά ίσως το ισχυρότερο πλήγμα.