Η συνταγματική θεμελίωση της φαρμακευτικής πολιτικής προσδιορίζεται με κεντρικό άξονα το δίπολο «προστασία της υγείας vs οικονομική ελευθερία». Τόσο η χάραξη της φαρμακευτικής πολιτικής όσο και η συνταγματική της θεμελίωση δεν συντελούνται εν κενώ, αλλά τελούν ασφαλώς σε άρρηκτη διασύνδεση με το υφιστάμενο σύστημα υγείας και τις συνταγματικές του δεσμεύσεις. Ωστόσο, η φαρμακευτική πολιτική, ως σχετικά αυτόνομη όψη της πολιτικής υγείας, διαμορφώνεται σε σημαντικό βαθμό και από τη συνταγματική και θεσμική κατοχύρωση του συστήματος ελεύθερης οικονομίας, ειδικότερα δε από επιλογές που άπτονται της βιομηχανικής πολιτικής, της πολιτικής εμπορίου και της δημόσιας πολιτικής για την έρευνα, καθώς και από τις αντίστοιχες συνταγματικές δεσμεύσεις των επιμέρους δημόσιων πολιτικών.
Στο παρόν άρθρο αναλύονται οι συνταγματικές δεσμεύσεις της φαρμακευτικής πολιτικής επ’ ευκαιρία της απόφασης 2633/2004 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία η ρύθμιση των τιμών συνιστά μεν κατ’ αρχάς θεμιτό περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας, όμως τα θεσπιζόμενα κριτήρια κοστολόγησης και επαλήθευσης των τιμών των φαρμάκων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τη διασφάλιση του εύλογου κέρδους που προσδοκά μια ορθολογικά οργανωμένη επιχείρηση.
Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ως αντισυνταγματική μπορεί να θεωρηθεί κάθε νομοθετική ρύθμιση της ανώτατης τιμής του φαρμάκου που, κατά τρόπο αυθαίρετο και μη ορθολογικό, δεν λαμβάνει υπόψη κριτήρια συναρτημένα και με τις ειδικές συνθήκες παραγωγής και εμπορίας που επικρατούν στην ελληνική –ή και, ακόμη ορθότερα, στην ευρωπαϊκή– αγορά φαρμάκου. Κατά συνέπεια κάθε μέθοδος υπολογισμού της ανώτατης τιμής του φαρμάκου η οποία δεν περιλαμβάνει παραμέτρους που να συνεκτιμούν τη δυνατότητα για μια ορθολογικά λειτουργούσα επιχείρηση, με γνώμονα την οικονομική πραγματικότητα, να αποκομίσει εύλογο κέρδος, αποτελεί εν τέλει αντισυνταγματικό περιορισμό της επιχειρηματικής ελευθερίας, ενώ παράλληλα προσβάλλει το δικαίωμα για φαρμακευτική κάλυψη.