Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 17/8/2010
Έχουν καλλιεργηθεί μεγάλες προσδοκίες για το περίφημο κοινωνικό και αναπτυξιακό πακέτο που πρόκειται να ανακοινώσει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Επιχειρείται έτσι να ανασυρθεί από το «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» η κοινωνική-αναδιανεμητική διάσταση, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της Κεντροαριστεράς, και πάνω στην οποία οικοδομήθηκε, τη δεκαετία του 1980, η ευρεία εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Τι μπορεί όμως να αναμένει, ρεαλιστικά, η ελληνική κοινωνία, εν μέσω της σκληρότερης νεοφιλελεύθερης-μονεταριστικής πολιτικής που εφαρμόστηκε στη χώρα τα τελευταία 50 χρόνια;
Ας μη γελιόμαστε, ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να ανατρέψει την πολιτική συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων και μείωσης των δημόσιων δαπανών, αναιρώντας ξαφνικά όσα διαπραγματεύθηκε με την τρόικα και εφάρμοσε η κυβέρνηση τους έξι προηγούμενους μήνες. Δεν θα επιλέξει, προφανώς, μια διαφορετική πολιτική, που θα επέτρεπε να επιστραφεί στα συμπιεζόμενα μεσαία στρώματα ένα μέρος όσων τους αφαιρέθηκαν με πρωτόγνωρη βιαιότητα. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού είναι, λοιπόν, εκ προοιμίου οριοθετημένες και προδιαγεγραμμένες από το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, τύπου ΔΝΤ, που έχει προκριθεί. Ίσως το μόνο κίνητρο για μεταστροφή της κυβερνητικής πολιτικής να ήταν ο κίνδυνος απώλειας της εξουσίας. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές ουδέποτε οδήγησαν σε πτώση μία κυβέρνηση, παρότι πλέον η καταγραφή της δύναμης των κομμάτων σε περιφερειακό επίπεδο καθιστά πιο ευδιάκριτες τις ευρύτερες εκλογικές τάσεις. Ωστόσο η εικόνα εσωστρέφειας και πολυδιάσπασης που παρουσιάζουν τόσο η Δεξιά όσο και Αριστερά προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να μη μεταβάλλει γραμμή πλεύσης με εκλογικά κριτήρια.
Τα κοινωνικά και αναπτυξιακά μέτρα δεν πρόκειται, λοιπόν, να είναι διαφορετικά από αυτά που αρμόζουν σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης, συνοδευόμενα από ολίγη σοσιαλδημοκρατική ρητορεία: ενίσχυση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων με μικροπαροχές που θα τους επιτρέπουν να επιβιώσουν, έστω υπό αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Κίνητρα για ενίσχυση της απασχόλησης, έστω με όρους εργασιακής αβεβαιότητας, επισφάλειας και μισθολογικής ευτέλειας. Αναπτυξιακές παρεμβάσεις υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που μέχρι να αποδώσουν, τα λουκέτα θα συνεχίσουν. Κοντολογίς, πρόκειται γι’ αυτό που στη θατσερική αργκό αποκαλείται υπολειμματικό κράτος πρόνοιας.
Ωστόσο τι θα μπορούσε να έχει ουσία στη συγκυρία της διεθνούς ύφεσης, της δημοσιονομικής κρίσης και του δανειακού αδιεξόδου; Μία κυβέρνηση που διαθέτει την αποφασιστικότητα να «ληστέψει» τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους, θα όφειλε να προχωρήσει άμεσα σε διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο σύστημα υγείας, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην κοινωνική πρόνοια. Η λογιστική λογική που διέπει τη μείωση των δημόσιων δαπανών αναμένεται, τουλάχιστον μέχρι το 2015, να οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους, διόγκωση της ανεργίας και της φτώχειας. Ας μην επωμίζονταν, έστω, οι κάτοικοι αυτής της χώρας τόσο υψηλές ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους ή τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Ιδού μία ουσιώδης εξαγγελία για τη ΔΕΘ, κύριε πρωθυπουργέ!
Ας μη γελιόμαστε, ο πρωθυπουργός δεν πρόκειται να ανατρέψει την πολιτική συρρίκνωσης των πραγματικών εισοδημάτων και μείωσης των δημόσιων δαπανών, αναιρώντας ξαφνικά όσα διαπραγματεύθηκε με την τρόικα και εφάρμοσε η κυβέρνηση τους έξι προηγούμενους μήνες. Δεν θα επιλέξει, προφανώς, μια διαφορετική πολιτική, που θα επέτρεπε να επιστραφεί στα συμπιεζόμενα μεσαία στρώματα ένα μέρος όσων τους αφαιρέθηκαν με πρωτόγνωρη βιαιότητα. Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού είναι, λοιπόν, εκ προοιμίου οριοθετημένες και προδιαγεγραμμένες από το κυρίαρχο οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, τύπου ΔΝΤ, που έχει προκριθεί. Ίσως το μόνο κίνητρο για μεταστροφή της κυβερνητικής πολιτικής να ήταν ο κίνδυνος απώλειας της εξουσίας. Οι αυτοδιοικητικές εκλογές ουδέποτε οδήγησαν σε πτώση μία κυβέρνηση, παρότι πλέον η καταγραφή της δύναμης των κομμάτων σε περιφερειακό επίπεδο καθιστά πιο ευδιάκριτες τις ευρύτερες εκλογικές τάσεις. Ωστόσο η εικόνα εσωστρέφειας και πολυδιάσπασης που παρουσιάζουν τόσο η Δεξιά όσο και Αριστερά προσφέρει στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να μη μεταβάλλει γραμμή πλεύσης με εκλογικά κριτήρια.
Τα κοινωνικά και αναπτυξιακά μέτρα δεν πρόκειται, λοιπόν, να είναι διαφορετικά από αυτά που αρμόζουν σε ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης, συνοδευόμενα από ολίγη σοσιαλδημοκρατική ρητορεία: ενίσχυση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων με μικροπαροχές που θα τους επιτρέπουν να επιβιώσουν, έστω υπό αναξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης. Κίνητρα για ενίσχυση της απασχόλησης, έστω με όρους εργασιακής αβεβαιότητας, επισφάλειας και μισθολογικής ευτέλειας. Αναπτυξιακές παρεμβάσεις υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που μέχρι να αποδώσουν, τα λουκέτα θα συνεχίσουν. Κοντολογίς, πρόκειται γι’ αυτό που στη θατσερική αργκό αποκαλείται υπολειμματικό κράτος πρόνοιας.
Ωστόσο τι θα μπορούσε να έχει ουσία στη συγκυρία της διεθνούς ύφεσης, της δημοσιονομικής κρίσης και του δανειακού αδιεξόδου; Μία κυβέρνηση που διαθέτει την αποφασιστικότητα να «ληστέψει» τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους, θα όφειλε να προχωρήσει άμεσα σε διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο σύστημα υγείας, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην κοινωνική πρόνοια. Η λογιστική λογική που διέπει τη μείωση των δημόσιων δαπανών αναμένεται, τουλάχιστον μέχρι το 2015, να οδηγήσει σε αύξηση του δημόσιου χρέους, διόγκωση της ανεργίας και της φτώχειας. Ας μην επωμίζονταν, έστω, οι κάτοικοι αυτής της χώρας τόσο υψηλές ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία τους, την εκπαίδευση των παιδιών τους ή τη φροντίδα των ηλικιωμένων. Ιδού μία ουσιώδης εξαγγελία για τη ΔΕΘ, κύριε πρωθυπουργέ!