Ο διάλογος περί κοινωνικών δικαιωμάτων μεταφέρθηκε στο ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς να έχει καταλήξει στο εθνικό επίπεδο σε ενιαίες αντιλήψεις για το κανονιστικό τους περιεχόμενο. Επιπλέον καθίσταται αναμφίβολα δυσχερές να γίνει λόγος για μια κοινή ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι προηγούμενες διαπιστώσεις συνεπάγονται σημαντικές ερμηνευτικές δυσκολίες κατά την προσέγγιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, που αυξάνονται αν ληφθούν υπόψη τόσο το κοινωνικό έλλειμμα όσο και οι προεκτάσεις που θα είχε η αναγνώριση της νομικής δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών, αλλά και ως προς τη διαρρύθμιση της σχέσης μεταξύ των ίδιων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Η ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Συνταγματική Συνθήκη, κατεξοχήν των κοινωνικών δικαιωμάτων, θέτει λοιπόν σε νέες βάσεις το ζήτημα του ρόλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο μέχρι σήμερα έχει επιδείξει μεγαλύτερο αυτοπεριορισμό σε σύγκριση προς τα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια των κρατών-μελών. Το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων της Συνταγματικής Συνθήκης θα αναδειχθεί εν τέλει μέσα από τη νομολογία του ΔΕΚ, τροφοδοτώντας το διάλογο για τη σχέση δικαιοσύνης και πολιτικής, τη σχέση δικαστικών και πολιτικών οργάνων σε ενωσιακό επίπεδο.