aixmi.gr, 3/2/2011
Όταν διασταυρώνονται δύο δημόσιες πολιτικές, που αμφότερες έχουν προ πολλού οδηγηθεί σε αδιέξοδο, τότε το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Πολύ περισσότερο, όταν η διασταύρωση συντελείται εν μέσω οικονομικής και αξιακής κρίσης. Τα ελλείμματα της μεταναστευτικής πολιτικής διογκώνονται καθημερινά, όπως σε οριακό σημείο τελεί και η σοβούσα απαξίωση του δημοσίου πανεπιστημίου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η μεταναστευτική πολιτική δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική ανώτατης εκπαίδευσης. Ούτε ο πιο ευφάνταστος νους δεν θα μπορούσε να εντοπίσει κοινούς τόπους ή σημεία ζεύξης ανάμεσα στο μεταναστευτικό ζήτημα και τον διάλογο περί πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Κι όμως, η ελληνική πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία. Επιχειρώντας ορισμένοι να θέσουν επιτακτικά στην ελληνική Πολιτεία το δράμα των αντικανονικών μεταναστών, προκάλεσαν ένα απρόβλεπτο ντόμινο παρενεργειών, με συνέπεια αντί η συζήτηση να επικεντρωθεί στο αίτημά τους για νομιμοποίηση, να μετατραπεί σε μια ακραία αντιπαράθεση για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Οι συνθήκες, ασφαλώς, ήταν ώριμες για να τεθεί το άσυλο στο στόχαστρο των πάντων. Η αξιωματική αντιπολίτευση έσπευσε να εξαγγείλει την κατάθεση πρότασης νόμου για την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου προκειμένου να συρρικνωθεί πρακτικά το άσυλο. Από την άλλη πλευρά, όσοι επί μήνες καταμαρτυρούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο μύριες όσες δυσλειτουργίες, ανομίες και αποτυχίες θεώρησαν ότι τα γεγονότα της Νομικής Σχολής τους επιβεβαιώνουν, ενισχύοντας έτσι την αντίληψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, με κύρια κατεύθυνση τον εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο.
Ευτύχημα υπήρξε ότι οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών μερίμνησαν κατ’ αρχάς για την αποφυγή μιας βίαιης εκκένωσης της Σχολής, όχι μόνο για ευνόητους ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή θα συσκότιζε ακόμη περισσότερο τη σημασία της ακαδημαϊκής λειτουργίας του θεσμού του ασύλου. Η κοινωνία του θεάματος αξιοποίησε, βέβαια, στο έπακρο το δράμα που εκτυλίχθηκε, οι πάντες φαίνεται να βγαίνουν όμως τελικά κερδισμένοι από αυτή την υπόθεση. Πλην ενός: του δημόσιου Πανεπιστημίου καθεαυτού, που δέχθηκε άλλο ένα χτύπημα στην αξιοπιστία του.
Τί δουλειά έχουν 250 αντικανονικοί μετανάστες μέσα στη Νομική Σχολή; Για ορισμένους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αν είναι να πραγματοποιηθεί ένα βήμα στην υπόθεση του μεταναστευτικού, ας μετατραπεί για μερικές μέρες το άσυλο σε παρωδία. Το ερώτημα είναι σήμερα πώς θα επηρεάσει αυτή η περιπέτεια τον διεξαγόμενο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου, που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αποπροσανατολίζοντάς τον και εισφέροντας επιχειρήματα εναντίον της αυτοτέλειας των ανώτατων ιδρυμάτων.
Ωστόσο, ακόμη και ως φάρσα ή παρωδία, η υπόθεση των διαμαρτυρόμενων μεταναστών εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την τροπή του διαλόγου περί μετανάστευσης, όσο και για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Όσα έγιναν συνεπάγονται την περαιτέρω επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στους πανεπιστημιακούς θεσμούς και ισχυροποιούν τις συντηρητικές απόψεις που προβλήθηκαν κατά κόρον από ορισμένα ΜΜΕ, επιδιώκοντας τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε ένα αποστειρωμένο κέλυφος υποδοχής νέων ανθρώπων, από όπου θα εξέλθουν ως απασχολήσιμοι «προσοντούχοι» και όχι ως μορφωμένοι πολίτες.
Όπως πίσω από την παραβίαση του ασύλου από κάθε μορφής κοινωνικές ομάδες κρύβεται ένας υφέρπων αυταρχισμός, εξίσου ολισθηρή είναι η κατάργηση των εγγυήσεων αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου εν ονόματι της προστασίας του από τις ομάδες αυτές.
Αυτό που επείγει σήμερα είναι ένας απερίσπαστος και απροκατάληπτος διάλογος για τις αναγκαίες αλλαγές στο πανεπιστήμιο. Η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ του κράτους, των πανεπιστημιακών και της κοινωνίας οξύνεται όταν παρεισφρέουν στη σκηνή και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο πρόσωπα από ένα άλλο δράμα. Αν και τα όρια μεταξύ σοβαρού και γελοίου έχουν προ πολλού καταρρεύσει στην ελληνική επικράτεια, η προκαλούμενη φθορά των θεσμών μόνον εκείνους που επιθυμούν την αποσάθρωσή τους χαροποιεί. Και εκείνοι δεν είναι άλλοι από τους εχθρούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου, όσους εκκολάπτουν το αυγό του φιδιού.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μόνο πεδίο σύζευξης μεταξύ μεταναστευτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, δηλαδή στην «ευπάθεια» αμφοτέρων απέναντι στον αυταρχισμό.
Οι συνθήκες, ασφαλώς, ήταν ώριμες για να τεθεί το άσυλο στο στόχαστρο των πάντων. Η αξιωματική αντιπολίτευση έσπευσε να εξαγγείλει την κατάθεση πρότασης νόμου για την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου προκειμένου να συρρικνωθεί πρακτικά το άσυλο. Από την άλλη πλευρά, όσοι επί μήνες καταμαρτυρούν στο δημόσιο πανεπιστήμιο μύριες όσες δυσλειτουργίες, ανομίες και αποτυχίες θεώρησαν ότι τα γεγονότα της Νομικής Σχολής τους επιβεβαιώνουν, ενισχύοντας έτσι την αντίληψη ότι απαιτούνται ριζικές παρεμβάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση, με κύρια κατεύθυνση τον εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο.
Ευτύχημα υπήρξε ότι οι πρυτανικές αρχές του Πανεπιστημίου Αθηνών μερίμνησαν κατ’ αρχάς για την αποφυγή μιας βίαιης εκκένωσης της Σχολής, όχι μόνο για ευνόητους ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά επίσης επειδή θα συσκότιζε ακόμη περισσότερο τη σημασία της ακαδημαϊκής λειτουργίας του θεσμού του ασύλου. Η κοινωνία του θεάματος αξιοποίησε, βέβαια, στο έπακρο το δράμα που εκτυλίχθηκε, οι πάντες φαίνεται να βγαίνουν όμως τελικά κερδισμένοι από αυτή την υπόθεση. Πλην ενός: του δημόσιου Πανεπιστημίου καθεαυτού, που δέχθηκε άλλο ένα χτύπημα στην αξιοπιστία του.
Τί δουλειά έχουν 250 αντικανονικοί μετανάστες μέσα στη Νομική Σχολή; Για ορισμένους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αν είναι να πραγματοποιηθεί ένα βήμα στην υπόθεση του μεταναστευτικού, ας μετατραπεί για μερικές μέρες το άσυλο σε παρωδία. Το ερώτημα είναι σήμερα πώς θα επηρεάσει αυτή η περιπέτεια τον διεξαγόμενο διάλογο για τη μεταρρύθμιση του νόμου-πλαισίου, που βρίσκεται στην πιο κρίσιμη φάση του. Στην καλύτερη περίπτωση, απλώς αποπροσανατολίζοντάς τον και εισφέροντας επιχειρήματα εναντίον της αυτοτέλειας των ανώτατων ιδρυμάτων.
Ωστόσο, ακόμη και ως φάρσα ή παρωδία, η υπόθεση των διαμαρτυρόμενων μεταναστών εγκυμονεί κινδύνους τόσο για την τροπή του διαλόγου περί μετανάστευσης, όσο και για την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση. Όσα έγιναν συνεπάγονται την περαιτέρω επιφυλακτικότητα της κοινωνίας απέναντι στους πανεπιστημιακούς θεσμούς και ισχυροποιούν τις συντηρητικές απόψεις που προβλήθηκαν κατά κόρον από ορισμένα ΜΜΕ, επιδιώκοντας τη μετατροπή του πανεπιστημίου σε ένα αποστειρωμένο κέλυφος υποδοχής νέων ανθρώπων, από όπου θα εξέλθουν ως απασχολήσιμοι «προσοντούχοι» και όχι ως μορφωμένοι πολίτες.
Όπως πίσω από την παραβίαση του ασύλου από κάθε μορφής κοινωνικές ομάδες κρύβεται ένας υφέρπων αυταρχισμός, εξίσου ολισθηρή είναι η κατάργηση των εγγυήσεων αυτοδιοίκησης του πανεπιστημίου εν ονόματι της προστασίας του από τις ομάδες αυτές.
Αυτό που επείγει σήμερα είναι ένας απερίσπαστος και απροκατάληπτος διάλογος για τις αναγκαίες αλλαγές στο πανεπιστήμιο. Η αμοιβαία δυσπιστία μεταξύ του κράτους, των πανεπιστημιακών και της κοινωνίας οξύνεται όταν παρεισφρέουν στη σκηνή και αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο πρόσωπα από ένα άλλο δράμα. Αν και τα όρια μεταξύ σοβαρού και γελοίου έχουν προ πολλού καταρρεύσει στην ελληνική επικράτεια, η προκαλούμενη φθορά των θεσμών μόνον εκείνους που επιθυμούν την αποσάθρωσή τους χαροποιεί. Και εκείνοι δεν είναι άλλοι από τους εχθρούς του δημοκρατικού κράτους δικαίου, όσους εκκολάπτουν το αυγό του φιδιού.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το μόνο πεδίο σύζευξης μεταξύ μεταναστευτικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, δηλαδή στην «ευπάθεια» αμφοτέρων απέναντι στον αυταρχισμό.