Ο διάλογος περί κοινωνικών δικαιωμάτων μεταφέρθηκε στο ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς να έχει καταλήξει στο εθνικό επίπεδο σε ενιαίες αντιλήψεις για το κανονιστικό τους περιεχόμενο. Επιπλέον καθίσταται αναμφίβολα δυσχερές να γίνει λόγος για μια κοινή ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Οι προηγούμενες διαπιστώσεις συνεπάγονται σημαντικές ερμηνευτικές δυσκολίες κατά την προσέγγιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, που αυξάνονται αν ληφθούν υπόψη τόσο το κοινωνικό έλλειμμα όσο και οι προεκτάσεις που θα είχε η αναγνώριση της νομικής δεσμευτικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων ως προς την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και κρατών-μελών, αλλά και ως προς τη διαρρύθμιση της σχέσης μεταξύ των ίδιων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.
Η ενσωμάτωση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στη Συνταγματική Συνθήκη, κατεξοχήν των κοινωνικών δικαιωμάτων, θέτει λοιπόν σε νέες βάσεις το ζήτημα του ρόλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο μέχρι σήμερα έχει επιδείξει μεγαλύτερο αυτοπεριορισμό σε σύγκριση προς τα συνταγματικά και ανώτατα δικαστήρια των κρατών-μελών. Το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων της Συνταγματικής Συνθήκης θα αναδειχθεί εν τέλει μέσα από τη νομολογία του ΔΕΚ, τροφοδοτώντας το διάλογο για τη σχέση δικαιοσύνης και πολιτικής, τη σχέση δικαστικών και πολιτικών οργάνων σε ενωσιακό επίπεδο.
Ένα εξίσου ενδιαφέρον ερώτημα που θα απαντηθεί στην πράξη είναι κατά πόσον η κατοχύρωση κοινωνικών δικαιωμάτων στη Συνταγματική Συνθήκη θα αποτελέσει κινητήριο μοχλό για την αντιμετώπιση του κοινωνικού ελλείμματος, ασφαλώς κατά τρόπο λανθάνοντα, δεδομένου ότι η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης έχει κατά το άρθρο 51 του Χάρτη αποκλειστεί. Σε κάθε περίπτωση πάντως τα κοινωνικά δικαιώματα αναμένεται να οδηγήσουν σε εντατικότερο έλεγχο του κοινοτικού νομοθέτη στα πεδία της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας. Πιο συγκεκριμένα, ως προς τη σχέση των κοινωνικών δικαιωμάτων του ενσωματωμένου Χάρτη τόσο με το Τμήμα ΙΙΙ της Συνταγματικής Συνθήκης όσο και με το δευτερογενές ευρωπαϊκό δίκαιο μπορούν να επισημανθούν τα εξής: Τα κοινωνικά δικαιώματα λειτουργούν ως ερμηνευτικός δείκτης κατά την εφαρμογή τόσο του πρωτογενούς όσο και του δευτερογενούς ευρωπαϊκού δικαίου και ως έναυσμα για την ενίσχυση των ενωσιακών αρμοδιοτήτων. Επίσης καθοδηγούν τον κοινοτικό νομοθέτη κατά τη θέσπιση του δευτερογενούς δικαίου. Τέλος αποτελούν φραγμό απέναντι σε ρυθμίσεις του δευτερογενούς ή του εθνικού δικαίου που τα εξειδικεύουν κατά τρόπο που προσβάλλει τον κανονιστικό τους πυρήνα.