Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 3/4/2012
Η μεταρρύθμιση στην ανώτατη εκπαίδευση δεν έχει παύσει, δύο χρόνια τώρα, να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο. Αντί μετά την ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου, με ευρεία κοινοβουλευτική συναίνεση, να αμβλυνθεί η αντιπαράθεση ανάμεσα στους υποστηρικτές και τους πολέμιούς του, αντίθετα το πρόβλημα μετατοπίστηκε από τη θέσπιση στην εφαρμογή του, καθώς σε κανένα πανεπιστήμιο δεν πραγματοποιήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη Συμβουλίων, δηλαδή των νέων οργάνων διοίκησης που εισήγαγε ο νόμος. Αυτό οφείλεται σε ηθικοπολιτικά και νομικά αβάσιμες κινητοποιήσεις ομάδων φοιτητών και διδασκόντων, με αποτέλεσμα να μπλοκάρονται ταυτόχρονα οι αλληλένδετες διαδικασίες για την εκλογή άλλων οργάνων και για τη θεσμοθέτηση των κανονισμών λειτουργίας των Ιδρυμάτων. Ταυτόχρονα, εκκρεμεί στο ΣτΕ η απόφαση για τη συνταγματικότητα του νόμου.
Δεν έχει νόημα να υπεισέλθει κανείς για άλλη μία φορά στην ουσία ενός διαλόγου που έγινε πλέον τετριμμένος. Αποδείχθηκε ότι, από ένα σημείο και πέρα, η αντιπαράθεση έπαυσε να διεξάγεται βάσει επιχειρημάτων και απέκτησε τον χαρακτήρα πολιτικής «βεντέτας», όπου καθένας θεωρείται υποχρεωμένος να τοποθετηθεί και η θέση του αυτόματα ερμηνεύεται ως κριτήριο ταυτοποίησης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών-πολιτικών αντιλήψεων αλλά και σε μια λογική εχθρού-φίλου.
Λίγες υπήρξαν οι περιπτώσεις μετά το 1974 όπου διαφωνίες πάνω σε μια δημόσια πολιτική απέκτησαν τέτοια δυναμική, διαρρηγνύοντας ακόμη και ανθρώπινες σχέσεις. Με τέτοια συμβολική και ιδεολογική λειτουργία περιβλήθηκαν στο παρελθόν σημαντικά ζητήματα, όπως η σχέση κράτους-εκκλησίας ή, παλαιότερα, το γλωσσικό. Νικητές και χαμένοι δεν μπορούν να υπάρξουν σε αυτή τη διαμάχη, εκτός από τα ίδια τα ελληνικά πανεπιστήμια, που υφίστανται μια άνευ προηγουμένου απαξίωση. Το μήνυμα που εξέπεμψε προς την ελληνική κοινωνία η αναγωγή της διαφωνίας σε μείζον μεταρρυθμιστικό διακύβευμα ήταν ότι τα πανεπιστήμια, αδιακρίτως, πάσχουν από ανίατες ασθένειες και ότι οι αντιδράσεις απέναντι στη θέσπιση και εφαρμογή του νόμου είναι αντίστοιχου επιπέδου με το άνοιγμα του επαγγέλματος των οδηγών ταξί ή την κατάργηση συντεχνιακών προνομίων σε κάποιες ΔΕΚΟ. Κάτι τέτοιο ασφαλώς είναι και άδικο και παραπλανητικό.
Οταν η χώρα διανύει μια τόσο κρίσιμη περίοδο, αποτελεί παράλογη πολυτέλεια να «χύνεται αίμα» για μια νομοθετική μεταρρύθμιση που δυστυχώς στην πραγματικότητα, εάν τελικά εφαρμοστεί, θα μεταβάλει το τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης πολύ λιγότερο από όσο (θέλουν να) πιστεύουν τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται λοιπόν ένας «οδικός χάρτης» εξόδου από την πανεπιστημιακή παραλυσία. Αφού η πρόταση να συνεχιστεί η διαβούλευση για την πραγματοποιηθείσα μεταρρύθμιση κινδυνεύει ευλόγως να θεωρηθεί ως ακύρωσή της στην πράξη, μόνη λύση αποτελεί να εφαρμοστεί ο νόμος έπειτα από αναγκαίες βελτιώσεις, να πέσουν οι τόνοι της αντιμαχίας και να ξεκινήσει ένας διάλογος για ουσιώδεις, ρηξικέλευθες αλλαγές, χωρίς πάντως να συνεχίσουν να λοιδορούνται τα πανεπιστήμια κατά τρόπο εθνικά επιζήμιο.
Δεν έχει νόημα να υπεισέλθει κανείς για άλλη μία φορά στην ουσία ενός διαλόγου που έγινε πλέον τετριμμένος. Αποδείχθηκε ότι, από ένα σημείο και πέρα, η αντιπαράθεση έπαυσε να διεξάγεται βάσει επιχειρημάτων και απέκτησε τον χαρακτήρα πολιτικής «βεντέτας», όπου καθένας θεωρείται υποχρεωμένος να τοποθετηθεί και η θέση του αυτόματα ερμηνεύεται ως κριτήριο ταυτοποίησης σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικών-πολιτικών αντιλήψεων αλλά και σε μια λογική εχθρού-φίλου.
Λίγες υπήρξαν οι περιπτώσεις μετά το 1974 όπου διαφωνίες πάνω σε μια δημόσια πολιτική απέκτησαν τέτοια δυναμική, διαρρηγνύοντας ακόμη και ανθρώπινες σχέσεις. Με τέτοια συμβολική και ιδεολογική λειτουργία περιβλήθηκαν στο παρελθόν σημαντικά ζητήματα, όπως η σχέση κράτους-εκκλησίας ή, παλαιότερα, το γλωσσικό. Νικητές και χαμένοι δεν μπορούν να υπάρξουν σε αυτή τη διαμάχη, εκτός από τα ίδια τα ελληνικά πανεπιστήμια, που υφίστανται μια άνευ προηγουμένου απαξίωση. Το μήνυμα που εξέπεμψε προς την ελληνική κοινωνία η αναγωγή της διαφωνίας σε μείζον μεταρρυθμιστικό διακύβευμα ήταν ότι τα πανεπιστήμια, αδιακρίτως, πάσχουν από ανίατες ασθένειες και ότι οι αντιδράσεις απέναντι στη θέσπιση και εφαρμογή του νόμου είναι αντίστοιχου επιπέδου με το άνοιγμα του επαγγέλματος των οδηγών ταξί ή την κατάργηση συντεχνιακών προνομίων σε κάποιες ΔΕΚΟ. Κάτι τέτοιο ασφαλώς είναι και άδικο και παραπλανητικό.
Οταν η χώρα διανύει μια τόσο κρίσιμη περίοδο, αποτελεί παράλογη πολυτέλεια να «χύνεται αίμα» για μια νομοθετική μεταρρύθμιση που δυστυχώς στην πραγματικότητα, εάν τελικά εφαρμοστεί, θα μεταβάλει το τοπίο της ανώτατης εκπαίδευσης πολύ λιγότερο από όσο (θέλουν να) πιστεύουν τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Στο σημείο αυτό χρειάζεται λοιπόν ένας «οδικός χάρτης» εξόδου από την πανεπιστημιακή παραλυσία. Αφού η πρόταση να συνεχιστεί η διαβούλευση για την πραγματοποιηθείσα μεταρρύθμιση κινδυνεύει ευλόγως να θεωρηθεί ως ακύρωσή της στην πράξη, μόνη λύση αποτελεί να εφαρμοστεί ο νόμος έπειτα από αναγκαίες βελτιώσεις, να πέσουν οι τόνοι της αντιμαχίας και να ξεκινήσει ένας διάλογος για ουσιώδεις, ρηξικέλευθες αλλαγές, χωρίς πάντως να συνεχίσουν να λοιδορούνται τα πανεπιστήμια κατά τρόπο εθνικά επιζήμιο.