Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, Ένθετα – Forum 28/4/2012.
Αν δεν ανατραπούν όλα τα δημοσκοπικά δεδομένα, στις 6 Μαΐου οι Γάλλοι σοσιαλιστές επιστρέφουν στην εξουσία. Ο Φρανσουά Ολάντ θα είναι ο πρώτος σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας μετά το 1995, θέτοντας τέλος σε μια μακρά περίοδο πλήρους κυριαρχίας της γαλλικής Δεξιάς. Το κυριότερο μήνυμα των γαλλικών εκλογών αφορά ολόκληρη τη «γηραιά ήπειρο», καθώς σήμερα σε καμία χώρα της «παλιάς» Ευρώπης των 15 δεν κυβερνάει αυτοδύναμα κάποιο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ενώ στις μεγαλύτερες από αυτές δεν μετέχει καν στην κυβέρνηση. Τι μπορεί, λοιπόν, να σημαίνει η αναμενόμενη αλλαγή στη Γαλλία;
Οι πιο αισιόδοξοι θα επιχειρήσουν ίσως να αναζητήσουν ιστορικές αναλογίες με την άνοδο των Σοσιαλιστών στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που ξεκίνησε με την επικράτηση του Φ. Μιτεράν και λίγο αργότερα του Α. Παπανδρέου και του Φ. Γκονζάλες, συγκροτώντας ένα ισχυρό μέτωπο στην Ευρώπη και στηρίζοντας στη συνέχεια την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό τον Ζ. Ντελόρ.
Τα πράγματα δεν είναι, ωστόσο, τόσο απλά. Κατ’ αρχάς η θέση της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πλέον αποδυναμωμένη. Η οικονομία της έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Η χώρα που ιστορικά υπήρξε κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης μοιάζει να έχει απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να συμβιβάζεται με τη γερμανική οικονομική ηγεμονία. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Τα κεντροαριστερά προτάγματα έχουν χάσει τη λάμψη τους, τόσο στη Γαλλία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι παραδοσιακές ιδέες της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης εμφανίζονται αναχρονιστικές, ο κεϊνσιανισμός ξεπερασμένος, ο μπλερικός – τριτοδρομικός εκσυγχρονισμός απαξιωμένος.
Ταυτόχρονα, έχει συντελεστεί μία επικίνδυνη μετατόπιση προς την άκρα Δεξιά, που αποτυπώθηκε με εκρηκτικό τρόπο και στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Η απώλεια της γαλλικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και το ξέφτισμα της γοητείας του σοσιαλδημοκρατικού λόγου δεν καθιστούν πάντως τη διαφαινόμενη νίκη του Φρ. Ολάντ λιγότερο σημαντική. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μάχη οπισθοφυλακών. Η επιστροφή των Γάλλων Σοσιαλιστών δεν έχει την ισχύ να λειτουργήσει μετασχηματιστικά, όπως στη δεκαετία του ’80, αλλά αμυντικά, ως ανάχωμα απέναντι στην πλήρη κατάρρευση του κοινωνικού και του δημοκρατικού προσώπου της Ευρώπης.
Ο «χρυσός κανόνας» της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με δικαστικές κυρώσεις έναντι των απείθαρχων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ο οποίος συμφωνήθηκε από την Α. Μέρκελ και τον Ν. Σαρκοζί, είναι προφανώς ασύμβατος με ένα ευρωπαϊκό New Deal, δηλαδή με μία αναπτυξιακή, κοινωνική και δημοκρατική στροφή στην Ευρώπη που ως προς την κεντρική της σύλληψη θα προσομοιάζει με την πολιτική του Ρούσβελτ απέναντι στο Κραχ του 1929. Μία τέτοια νέα κοινωνική συμφωνία ο Ολάντ μπορεί να τη θέσει στην ευρωπαϊκή ατζέντα, όχι όμως και να την επιβάλει υπό τους παρόντες συσχετισμούς. Ανάμεσα στους ολοένα ισχυροποιούμενους αντιευρωπαϊστές και στη φιλελεύθερης κοπής γερμανική οικονομική πρόταση, το μέλλον της Ευρώπης δεν μοιάζει ευοίωνο. Η γαλλική πολιτική αλλαγή δεν αρκεί για να ανατραπεί η γερμανική εμμονή στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, αποτελεί όμως ένα πρώτο βήμα και μια αχτίδα ελπίδας.
Οι πιο αισιόδοξοι θα επιχειρήσουν ίσως να αναζητήσουν ιστορικές αναλογίες με την άνοδο των Σοσιαλιστών στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που ξεκίνησε με την επικράτηση του Φ. Μιτεράν και λίγο αργότερα του Α. Παπανδρέου και του Φ. Γκονζάλες, συγκροτώντας ένα ισχυρό μέτωπο στην Ευρώπη και στηρίζοντας στη συνέχεια την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό τον Ζ. Ντελόρ.
Τα πράγματα δεν είναι, ωστόσο, τόσο απλά. Κατ’ αρχάς η θέση της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι πλέον αποδυναμωμένη. Η οικονομία της έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Η χώρα που ιστορικά υπήρξε κινητήρια δύναμη της ευρωπαϊκής ενοποίησης μοιάζει να έχει απολέσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να συμβιβάζεται με τη γερμανική οικονομική ηγεμονία. Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Τα κεντροαριστερά προτάγματα έχουν χάσει τη λάμψη τους, τόσο στη Γαλλία όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι παραδοσιακές ιδέες της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης εμφανίζονται αναχρονιστικές, ο κεϊνσιανισμός ξεπερασμένος, ο μπλερικός – τριτοδρομικός εκσυγχρονισμός απαξιωμένος.
Ταυτόχρονα, έχει συντελεστεί μία επικίνδυνη μετατόπιση προς την άκρα Δεξιά, που αποτυπώθηκε με εκρηκτικό τρόπο και στον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. Η απώλεια της γαλλικής ηγεμονίας στην Ευρώπη και το ξέφτισμα της γοητείας του σοσιαλδημοκρατικού λόγου δεν καθιστούν πάντως τη διαφαινόμενη νίκη του Φρ. Ολάντ λιγότερο σημαντική. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μάχη οπισθοφυλακών. Η επιστροφή των Γάλλων Σοσιαλιστών δεν έχει την ισχύ να λειτουργήσει μετασχηματιστικά, όπως στη δεκαετία του ’80, αλλά αμυντικά, ως ανάχωμα απέναντι στην πλήρη κατάρρευση του κοινωνικού και του δημοκρατικού προσώπου της Ευρώπης.
Ο «χρυσός κανόνας» της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, με δικαστικές κυρώσεις έναντι των απείθαρχων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, ο οποίος συμφωνήθηκε από την Α. Μέρκελ και τον Ν. Σαρκοζί, είναι προφανώς ασύμβατος με ένα ευρωπαϊκό New Deal, δηλαδή με μία αναπτυξιακή, κοινωνική και δημοκρατική στροφή στην Ευρώπη που ως προς την κεντρική της σύλληψη θα προσομοιάζει με την πολιτική του Ρούσβελτ απέναντι στο Κραχ του 1929. Μία τέτοια νέα κοινωνική συμφωνία ο Ολάντ μπορεί να τη θέσει στην ευρωπαϊκή ατζέντα, όχι όμως και να την επιβάλει υπό τους παρόντες συσχετισμούς. Ανάμεσα στους ολοένα ισχυροποιούμενους αντιευρωπαϊστές και στη φιλελεύθερης κοπής γερμανική οικονομική πρόταση, το μέλλον της Ευρώπης δεν μοιάζει ευοίωνο. Η γαλλική πολιτική αλλαγή δεν αρκεί για να ανατραπεί η γερμανική εμμονή στην αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, αποτελεί όμως ένα πρώτο βήμα και μια αχτίδα ελπίδας.