Η επιστημονική συζήτηση για την κοινωνία του ρίσκου έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του ’60 και κορυφώθηκε στην Ευρώπη μετά την έκδοση του βιβλίου του γερμανού κοινωνιολόγου Ulrich Beck, “Risikogesellschaft” το 1986. Η συζήτηση αυτή δεν λειτούργησε άμεσα ως έναυσμα για την αναζήτηση των επιπτώσεων της κοινωνίας της διακινδύνευσης στους συνταγματικούς θεσμούς, αν και είναι περισσότερο από προφανές ότι οι επιμέρους εκφάνσεις της απασχολούν διαρκώς και εξαιρετικά έντονα τον ερμηνευτή και τον εφαρμοστή των συνταγμάτων αλλά και τον αναθεωρητικό νομοθέτη και όχι μόνο στον ευρωπαϊκό χώρο.
Κεντρική υπόθεση εργασίας αυτής της μελέτης είναι ότι στο πλαίσιο της κοινωνίας της διακινδύνευσης διαμορφώνεται ένας «νέος συνταγματισμός», ένας συνταγματισμός της ανασφάλειας και της δυσπιστίας, προϊόν του οποίου υπήρξε εν πολλοίς και το ελληνικό συνταγματικό διάβημα του 2001. Αυτή η όψη του αναθεωρητικού εγχειρήματος καταγράφεται ως «λανθάνουσα συνταγματική στρατηγική» του αναθεωρητικού νομοθέτη, η οποία προσδιόρισε συγκεκριμένες κατευθύνσεις και επιλογές του.
Τις τρεις κύριες όψεις με τις οποίες εκδηλώθηκε η λανθάνουσα συνταγματική στρατηγική της αναθεώρησης του 2001 αποτελούν, πρώτον ο λεκτικός μαξιμαλισμός του συνταγματικού κειμένου, που αποσκοπεί στον περιορισμό της ερμηνευτικής ευχέρειας των κρατικών οργάνων, δεύτερον η υιοθέτηση επιβεβαιωτικών και τροποποιητικών ρυθμίσεων καθώς και κανόνων ερμηνείας που συρρικνώνουν την ευχέρεια δράσης των κρατικών εξουσιών και άλλων φορέων ισχύος και, τρίτον, η θέσπιση ευάριθμων συνταγματικών επιταγών που τείνουν να απομειώσουν τα συγκρουσιακά στοιχεία του πολιτικού συστήματος υπέρ των συναινετικών του χαρακτηριστικών.
Αφετηριακό σημείο αυτής της λανθάνουσας συνταγματικής στρατηγικής συνιστά η δυσπιστία του συνταγματικού νομοθέτη απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις της εξουσίας και η επιδίωξη επαναθεμελίωσης της πρωταρχικής, εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος μέσω ρυθμίσεων που συνδυάζουν τον επεκτατικό αλλά και τον «επιτακτικό» χαρακτήρα, δηλαδή όχι μόνο διευρύνουν την έκταση των κρατικών δεσμεύσεων, αλλά και την έντασή τους. Η επεκτατικότητα και επιτακτικότητα αυτή εκδηλώνεται, όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα, τόσο στο πεδίο των κλασικών ατομικών ελευθεριών και εγγυήσεων, καθώς και των εγγυήσεων δικαστικής προστασίας, όσο και στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Εξίσου διαυγώς αναδεικνύεται όμως, ύστερα από την προηγούμενη ανάλυση, η αμοιβαία δυσπιστία των πολιτικών δυνάμεων μεταξύ τους καθώς και, ευρύτερα, η διάχυτη επιφυλακτικότητα απέναντι στην πολιτική τάξη, γεγονός που αποτυπώνεται κυρίως στην τρίτη όψη της λανθάνουσας αυτής συνταγματικής στρατηγικής, δηλαδή στην ενίσχυση των χαρακτηριστικών της συναινετικής δημοκρατίας.