Στο άρθρο αυτό επιχειρείται η αναζήτηση πειστικών κριτηρίων για τη συνάρθρωση της ελεύθερης εντολής με την κομματική πειθαρχία. Με τις διατάξεις των άρθρων 60 έως 63 του Συντάγματος του 1975/1986, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 που κατοχυρώνει την αρχή της αντιπροσώπευσης με γνώμονα της κοινοβουλευτικής συμπεριφοράς του βουλευτή την εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος –κατ’ αντιδιαστολή προς το κομματικό, το τοπικό ή το μερικό–, διαμορφώνεται ένα πλέγμα διατάξεων που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία του βουλευτή κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Το νομικό status του βουλευτή δεν επηρεάζεται από την αποχώρηση ή τη διαγραφή του από το κόμμα υπό το οποίο εξελέγη. Η ρήτρα της κατά συνείδηση γνώμης και ψήφου του βουλευτή (άρθρο 60 παρ. 1 του Συντάγματος) υπερισχύει του δεσμού μεταξύ βουλευτή και κόμματος.
Όσον αφορά την άσκηση των αυτοτελών νομοθετικών, ελεγκτικών και λοιπών δικαιωμάτων τους, τόσο οι ανεξάρτητοι βουλευτές όσο και οι βουλευτές – μέλη κοινοβουλευτικών ομάδων διαθέτουν μικρό μερίδιο των κοινοβουλευτικών εργασιών. Η κατάταξη των αυτοτελών δικαιωμάτων των βουλευτών επιχειρείται σε τέσσερις κατηγορίες: α) νομοθετικές προτάσεις, β) ελεγκτικές δυνατότητες έναντι της εκτελεστικής λειτουργίας, γ) καταγραφή γνώμης, ως μειοψηφίας, στις σχετικές εκθέσεις επιτροπών, δ) συμμετοχή, παράσταση και δικαίωμα λόγου στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των τμημάτων και των επιτροπών.
Από την άλλη πλευρά, η κομματική πειθαρχία αποτελεί, στο πλαίσιο του σύγχρονου εκλογικευμένου κοινοβουλευτισμού, επακόλουθο της κομβικής θέσης των πολιτικών κομμάτων για τη λειτουργία το πολιτεύματος. Η συνταγματοποιημένη αρχή της ελεύθερης εντολής, όπως συμπληρώνεται με την αρχή της ασυλίας και του ακαταδίωκτου και μια σειρά ασυμβιβάστων, συνιστά εγγύηση και δικλείδα ασφαλείας απέναντι στην κομματική αυθαιρεσία, απέναντι σε εκείνες δηλαδή τις ενέργειες που θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τη δημοκρατική λειτουργία, τη διαφάνεια και, κυρίως, την αξιοπιστία όχι μόνο των κομμάτων, αλλά και του Κοινοβουλίου και, κατά προέκταση, συνολικά του πολιτικού συστήματος.
Στο άρθρο υποστηρίζεται ότι ο θεσμικός ρόλος καθενός μεμονωμένου βουλευτή έχει ως επίκεντρο την πειστικότητά του, ως προς το ότι ο δηλούμενος πολιτικός ρόλος των οργάνων στα οποία μετέχει – του Κοινοβουλίου και των θεσμικών του σχηματισμών, των κοινοβουλευτικών ομάδων, των πολιτικών κομμάτων – είναι και ο θεσμικά ηθελημένος. Στο πλαίσιο αυτού του θεσμικού ρόλου του βουλευτή, ο “πολιτικός κανόνας” της κομματικής πειθαρχίας συμπληρώνεται από τη νομικά κατοχυρωμένη αρχή της ελεύθερης εντολής, παρέχοντας στον βουλευτή τη δυνατότητα, με γνώμονα την αξιοπιστία των πολιτικών θεσμών, να αναλάβει την ευθύνη της διαφωνίας του έναντι του κόμματος ή της κοινοβουλευτικής ομάδας που ανήκει. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο βουλευτής αναδεικνύεται σε εκείνο το πρόσωπο στο οποίο ο συντακτικός νομοθέτης έχει παράσχει αυξημένα εχέγγυα ανεξαρτησίας, προκειμένου να λειτουργεί ως εγγυητής της αξιοπιστίας των θεσμών της πολυκομματικής δημοκρατίας, τόσο στο επίπεδο των εσωκομματικών διαδικασιών όσο και στο επίπεδο των κοινοβουλευτικών αποφάσεων.