Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου δεν διαθέτει ένα στατικό και παγιωμένο περιεχόμενο, αλλά προσαρμόζει τις λειτουργίες της με γνώμονα την ιστορική εξέλιξη και τους μεταβαλλόμενους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κανονιστική πυκνότητα και το πλέγμα των θεμελιωδών κατευθύνσεων που εμπεριέχονται στην αρχή είναι έρμαια των τάσεων που διαμορφώνονται στο επίπεδο των οικονομικών, τεχνολογικών και δημογραφικών εξελίξεων ή των επιλογών για την άσκηση πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Όμως οι εξελίξεις και οι τάσεις αυτές επηρεάζουν το περιεχόμενό της και δοκιμάζουν τα όρια και τις αντιστάσεις της. Υπό αυτό το πρίσμα, η μετάβαση στο μεταφορντικό μοντέλο κοινωνικών σχέσεων και οι μεταβολές στο διεθνή καταμερισμό της εργασίας αναπροσαρμόζουν το περιεχόμενο της αρχής και θέτουν ταυτόχρονα το κρίσιμο ζήτημα της συμβατότητάς της με το υπό διαμόρφωση νέο κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής.
Το διακύβευμα συνίσταται, πρώτον, στο εάν οι μεταβολές αυτές τείνουν στη σταδιακή αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και την επικράτηση ενός νεοφιλελεύθερου, «απορυθμισμένου» κρατικού μοντέλου ή στον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό των δομών και των πολιτικών απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας• δεύτερον, στο εάν και σε ποιό βαθμό η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου μπορεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις αυτές, ενισχύοντας ορισμένες επιλογές ή οριοθετώντας εκείνες τις πολιτικές που τείνουν να αναιρέσουν έναν ελάχιστο παρονομαστή κοινωνικής ασφάλειας και να συρρικνώσουν την κρατική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού.
Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να υποστηριχθεί πειστικά ότι οι δεσμεύσεις που επιβάλλει η Οικονομική και Νομισματική Ένωση στην άσκηση εθνικών κεϋνσιανών πολιτικών και η περιορισμένη αποτελεσματικότητά τους σε συνθήκες ενιαίας αγοράς και ενιαίου νομίσματος συνεπάγονται την αποψίλωση της κανονιστικής σημασίας της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ωστόσο η θέση αυτή διαψεύδεται ακριβώς εξαιτίας του ελλείμματος των κοινωνικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας που ασκούνται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένουν και στη μετα-ΟΝΕ εποχή εξόχως ελλειμματικές, καθιστώντας το κοινωνικό κράτος υπόθεση των εθνικών κρατών και, συνεπώς, επιβεβαιώνοντας το σημαντικό κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Υπό αυτό το πρίσμα αναδεικνύεται η σημαντική λειτουργία της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου για τη δέσμευση των εθνικών κυβερνήσεων. Στο νέο οικονομικό περιβάλλον της ΟΝΕ οι εθνικές κυβερνήσεις υποχρεούνται να υιοθετήσουν εκείνες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που συνάδουν με το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής.