Στο άρθρο αυτό τίθενται προς διερεύνηση τα ακόλουθα ζητήματα: Πρώτον, κατά πόσον η νομολογία του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί αναγκαίο και επαρκή δικαιολογητικό λόγο για την αναθεώρηση του άρθρου 24 Συντ. και, σε συνάρτηση προς αυτό, εάν οι διατυπώσεις που προτάθηκαν αρχικά από τον γενικό εισηγητή της πλειοψηφίας και την Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος υπήρξαν πρόσφορες ή, αντίθετα, δικαίως προκάλεσαν την έντονη κριτική από μέρους της επιστήμης και της κοινωνίας πολιτών. Δεύτερον, μετά τη συζήτηση της επίμαχης διάταξης στην Ολομέλεια της Βουλής και την τελική διατύπωσή της, ποιές είναι οι ερμηνευτικές συνέπειες της νέας ρύθμισης του άρθρου 24 Συντ.
Κεντρική άποψη της μελέτης είναι ότι η πρόταση αναθεώρησης του επίμαχου άρθρου αποδεικνύεται επιβεβαιωτική των νομοθετικών και υπερνομοθετικών εξελίξεων και σύμφωνη με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπό αυτό το πρίσμα δεν κρίνονται πειστικές οι ενστάσεις για το περιεχόμενό της, χωρίς πάντως να μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω πρόταση εισφέρει κάτι ουσιωδώς νέο στη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος.
Ασφαλώς το γεγονός ότι η Διοίκηση χαρακτηρίζεται αναποτελεσματική ως προς την περιβαλλοντική προστασία, αποδυναμώνει την επιχειρηματολογία υπέρ της αναζήτησης μιας νέας ισορροπίας μεταξύ δικαιοδοτικής και εκτελεστικής λειτουργίας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι είναι ορθό να συνεχίσουν να υποτιμώνται οι κοινωνικές διαδικασίες παρέμβασης και διαμόρφωσης των πολιτικών επιλογών κατά το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Αντίθετα, η αντιμετώπιση των περιστασιακών νομολογιακών υπερβολών προϋποθέτει τη διεύρυνση του επιστημονικού διαλόγου και των συμμετοχικών διαδικασιών, καθώς επίσης την κατοχύρωση και άλλων, εκτός από τη δικαιοσύνη, θεσμικών αντιβάρων για τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.