Τόσο το κράτος πρόληψης όσο και το κοινωνικό κράτος αποτελούν μορφές κρατικής οργάνωσης και δράσης που διαφοροποιούνται από το αυστηρό, φιλελεύθερο κράτος δικαίου και συμβάλουν στη μετεξέλιξή του, σε διαφορετικές πάντως κατευθύνσεις. Το φιλελεύθερο κράτος δικαίου θεσπίστηκε ως ένα σύστημα δεσμευτικών κανόνων, από τους οποίους οριοθετείται και αυτοπεριορίζεται η πολιτική εξουσία, αποσκοπώντας στην κατοχύρωση της ιδιωτικής αυτονομίας και της δικαιϊκής ισότητας μεταξύ των πολιτών. Το αυστηρό κράτος δικαίου θεμελιώνει το τυποκρατικό νομικό σύστημα, που αναφέρεται μόνο στον τύπο των σκοπών της πολιτείας και διέπεται από την αρχή της νομικής ασφάλειας.
Αν η διασταύρωση του κράτους δικαίου με το κοινωνικό κράτος συνδέεται με το αίτημα να αντιμετωπιστεί η αδυναμία αυτορρύθμισης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και να ενισχυθούν τα νομιμοποιητικά ερείσματα ενός συστήματος που είχε αρχίσει να προσκρούει στα όρια της κοινωνικής ανοχής της πλειονότητας των πολιτών, από την άλλη πλευρά το κράτος πρόληψης αναπτύσσεται, σε μια διαφορετική κατεύθυνση, ως απάντηση στις ολοένα εντεινόμενες αβεβαιότητες και ανασφάλειες της κοινωνίας της διακινδύνευσης. Ασφαλώς η πρόληψη συνιστά λειτουργία σύμφυτη με την άσκηση της δημόσιας εξουσίας και αποτελεί στοιχείο της δικαιοκρατικής αρχής. Πρόκειται ωστόσο εν προκειμένω για μορφές προληπτικής δράσης του κράτους που αποσκοπούν ιδίως στην αποτροπή της τέλεσης αξιόποινων πράξεων και στη διαφύλαξη των εννόμων αγαθών από ενδεχόμενες προσβολές. Υπό αυτή την έννοια η πρόληψη συνεχίζει άλλωστε να προσεγγίζεται μέχρι σήμερα στο πλαίσιο του σκληρού πυρήνα των κρατικών λειτουργιών, επί παραδείγματι στην αντεγκληματική πολιτική. Αντίθετα, η ποσοτική και ποιοτική διαφοροποίηση που εισάγεται στο πλαίσιο του κράτους πρόληψης συνίσταται στο σχεδιασμό και την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων που άπτονται ευρύτατων πεδίων παρέμβασης, όπως η προληπτική δράση για την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία του περιβάλλοντος, την απασχόληση, την ενέργεια, τις μεταφορές και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Κεντρική θέση του άρθρου είναι ότι η κρίση του κοινωνικού κράτους και η εμφάνιση των νέων κοινωνικών κινδύνων, που ως προς θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους προσομοιάζουν στις διακινδυνεύσεις που καλείται να διαχειριστεί το κράτος πρόληψης, αποτελούν τη βάση για μια διαδικασία ώσμωσης, επιμειξίας και «ανταλλαγής ύλης» μεταξύ κράτους πρόληψης και κοινωνικού κράτους, ως διακριτών μορφών του σύγχρονου παρεμβατικού κράτους. Το υπό μεταρρύθμιση κοινωνικό κράτος επιχειρεί κατ’ ουσίαν να οργανώσει μορφές δράσης με προληπτικό χαρακτήρα, τόσο ενόψει των χρηματοδοτικών του ανεπαρκειών όσο και ενόψει των μεταβολών ως προς το χαρακτήρα των νέων κινδύνων που καλείται να αντιμετωπίσει• δηλαδή κινδύνων που δεν υπακούουν στην αυστηρή τυποποίηση των κινδύνων που αντιμετώπισε το παραδοσιακό κοινωνικό κράτος. Οι νέες ανασφάλειες που καλείται να καλύψει το κοινωνικό κράτος προσομοιάζουν, ως προς μια σειρά θεμελιωδών χαρακτηριστικών τους, προς τις ανασφάλειες που προκαλούν οι διακινδυνεύσεις τις οποίες διαχειρίζεται το κράτος πρόληψης, καθώς ενισχύεται τόσο η αδυναμία τυποποίησης των κινδύνων όσο και η ρευστότητα επικέντρωσης σε συγκεκριμένες ομάδες-στόχους ή προστατευόμενες κατηγορίες με γνώμονα το εργασιακό status.
Υπό αυτό το πρίσμα διαπιστώνονται επάλληλες παρεμβάσεις και προσμείξεις ως προς τις μεθόδους δράσης των δυο πολιτειολογικών τύπων, όπως στο παράδειγμα των προληπτικών δημόσιων πολιτικών υγείας ή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας και, ευρύτερα, διαμορφώνονται κατευθύνσεις για συντονισμένες δημόσιες πολιτικές, που κατατείνουν στην πρόληψη κινδύνων των οποίων η εμφάνιση θα συνεπαγόταν πολλαπλάσιες δαπάνες κάλυψης και, πρωτίστως, αδυναμία ελέγχου ή αναστροφής των συνεπειών τους.