Επιμέλεια: Χ. Ανθόπουλος, Ξ.Ι. Κοντιάδης, Θ. Παπαθεοδώρου (305 σελ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2005).
{gallery}eksofylla/24{/gallery}
Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας απασχολεί τη νεότερη πολιτική και νομική σκέψη σε όλη της την ιστορική διαδρομή, από την εποχή της γένεσης του σύγχρονου Κράτους μέχρι τη σημερινή μεταβατική φάση της ιστορικής ζωής, την οποία ορισμένοι χαρακτηρίζουν ως ύστερη νεωτερικότητα και άλλοι ως πρώιμη μετανεωτερικότητα.
Το ερώτημα είναι όμως πάντοτε το ίδιο: μέχρι ποίου σημείου τα δικαιώματα των πολιτών μπορούν να περιοριστούν στο όνομα της ασφάλειας;
Η θεωρία της Ragion di Stato, που έχει τις απαρχές της στον Machiavelli και μέσα από τους Γάλλους νομικούς του 16ου και 17ου αιώνα φθάνει στο ανώτερο σημείο της εννοιολογικής της επεξεργασίας με τις γερμανικές θεωρίες του «Κράτους – δύναμη» του 19ου αιώνα (Machtstaatsgedanke), απαντάει στο ερώτημα αυτό άμεσα και ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές: οι κυβερνώσες πολιτικές τάξεις δικαιούνται και υποχρεούνται, κάθε φορά που η ασφάλεια του Κράτους βρίσκεται σε κίνδυνο, να παραβιάζουν τους νομικούς, ηθικούς, πολιτικούς και οικονομικούς κανόνες που διέπουν την κοινωνική συμβίωση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο αυτόν.
Ο συνταγματισμός του 20ού αιώνα επεχείρησε να «εξημερώσει» τη Ragion di Stato, εντοιχίζοντάς την στις δομές του δημοκρατικού και συνταγματικού Κράτους, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να αποτρέψει συγχρόνως και την επίκλησή της ως πρόσχημα ή άλλοθι για την επιβολή ολοκληρωτικών ή αυταρχικών δικτατορικών καθεστώτων. Έτσι, όλα σχεδόν τα δημοκρατικά Συντάγματα προβλέπουν την ύπαρξη ενός «Συνταγματικού Δικαίου της ανάγκης» που τίθεται προσωρινά σε ισχύ σε εξαιρετικές καταστάσεις και για όσο διαρκούν αυτές, πάντοτε υπό την σκέπη της αρχής της νομιμότητας.
Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία στο άρθρο 15 παρέχει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα Κράτη σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης να λαμβάνουν μέτρα κατά παράβαση των περί θεμελιωδών δικαιωμάτων διατάξεων της Σύμβασης, μόνο όμως στο απολύτως αναγκαίο μέτρο που επιβάλλεται από τις συνθήκες της κατάστασης αυτής. Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 15, ή μάλλον πιο σωστά, οι εγγυήσεις που αποτρέπουν την καταστρατήγησή του, βρήκαν εφαρμογή στην περίφημη «ελληνική υπόθεση» στην οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε ότι η χούντα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα προσχηματικά επικαλέστηκε το άρθρο αυτό για να δικαιολογήσει την αναστολή των συνταγματικών εγγυήσεων.
Η σημερινή συζήτηση γύρω από το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας δεν περιορίζεται πλέον στα όρια του κλασικού «Συνταγματικού Δικαίου της ανάγκης». Άλλωστε, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης δεν ταυτίζονται σήμερα μόνο με τους παραδοσιακούς εξωτερικούς κινδύνους (πόλεμος) ή εσωτερικούς κινδύνους (απειλή κατά της ασφάλειας του Κράτους ή του δημοκρατικού πολιτεύματος) που καλείται να αντιμετωπίσει το «Συνταγματικό Δίκαιο της ανάγκης», αλλά επεκτείνονται και στην πληθώρα των νέων κινδύνων και κρίσεων (π.χ. περιβαλλοντικοί κίνδυνοι, τεχνολογικοί – βιομηχανικοί κίνδυνοι, διατροφικοί κίνδυνοι, κ.λπ.) που συνοδεύουν τη μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία στην «κοινωνία της διακινδύνευσης». Η έννοια της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» την οποία εισήγαγε ο Urlich Beck την επαύριον της καταστροφής του Chernobyl, για να αποδώσει την είσοδο σε μια νέα φάση ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνίας στην οποία οι κίνδυνοι που δημιούργησαν οι ίδιοι οι άνθρωποι συνεπάγονται το ενδεχόμενο ακόμη και της αυτοκαταστροφής του ανθρώπινου είδους, αποτελεί το νέο θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η σημερινή διεθνής νομικο-πολιτική συζήτηση για το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας.
Όσο η εποχή μας γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνη, τόσο δυσκολότερη γίνεται η υπόθεση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στην «κοινωνία της διακινδύνευσης» ερχόμαστε αντιμέτωποι και με έναν άλλο καινούργιο κίνδυνο: να περάσουμε από την «εποχή των δικαιωμάτων» στην εποχή της «έκλειψης των δικαιωμάτων», σε ένα συνταγματισμό χωρίς δικαιώματα.
Η αμερικανική αντιτρομοκρατική νομοθεσία μετά την 11η Σεπτεμβρίου αποτελεί ικανό δείγμα για την αναβίωση των αρχέγονων θεωριών περί της Ragion di Stato ως απάντηση στην τρομοκρατική απειλή και φανερώνει τους κινδύνους για τα δικαιώματα και τη δημοκρατία που συνεπάγεται μια νομική πολιτική που δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό –όπως ακριβώς κανέναν τέτοιο φραγμό δεν έχει η μηδενιστική τρομοκρατία των καιρών μας.
Ωστόσο, ακόμα και πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, η επίκληση της ασφάλειας ως υπέρτατης νομικής αξίας, αποτέλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και ως ένα βαθμό και στον ευρωπαϊκό χώρο, το έμβλημα νέων ποινικών και αντεγκληματικών πολιτικών βασισμένων στον περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και ιδίως εκείνων που ανήκουν της «αποκλεισμένες» κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, άνεργοι, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι, περιθωριοποιημένοι νέοι, κ.λπ.), οι οποίες αντιμετωπίζονται ως οι νέες «επικίνδυνες τάξεις» που πρέπει να βρίσκονται υπό καθεστώς διαρκούς επιτήρησης.
Οι εξελίξεις αυτές στο χώρο του ποινικού δικαίου και της αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι άσχετες με την κλιμακούμενη κρίση του κοινωνικού κράτους το οποίο μακροπρόθεσμα δεν φαίνεται ικανό να αντέξει τις πιέσεις της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η προοπτική του «Ποινικού Κράτους» που θα διαδεχθεί το «Κοινωνικό Κράτος» αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο ρεαλιστική.
Το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας, όπως εμφανίζεται στην περίοδο που διατρέχουμε σήμερα, αποτελεί και το κεντρικό θέμα του παρόντος συλλογικού τόμου. Πώς διαμορφώνεται στην «κοινωνία της διακινδύνευσης» η σχέση έντασης μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας; Τι σημαίνει και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η απρόβλεπτη επαναπολιτικοποίηση των θρησκευτικών ταυτοτήτων που απειλεί να προκαλέσει μια βίαιη σύγκρουση των πολιτισμών; Ποια νέα κρατική οντότητα και τελικά ποια έννοια της κυριαρχίας προοιωνίζει η «κοινωνία της διακινδύνευσης»; Σε σχέση με το σύστημα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, το λεγόμενο «δικαίωμα στην ασφάλεια» αποτελεί ένα δικαίωμα με αυτόνομο περιεχόμενο που μπορεί να ενταχθεί αρμονικά στις δομές του συνταγματικού Κράτους ή μια περιττή ή ιδεολογική κατασκευή; Πώς εμφανίζεται η αρχή της πρόληψης ως καθοριστική έννοια της «κοινωνίας της διακινδύνευσης» στο συνταγματικό δίκαιο, στο διοικητικό δίκαιο και τη διοικητική επιστήμη, το ποινικό δίκαιο και την εγκληματολογία; Η προοπτική του προληπτικού κοινωνικού κράτους μπορεί να αποτελέσει την απάντηση στην κρίση του παραδοσιακού κοινωνικού κράτους; Ο προσανατολισμός του ποινικού δικαίου και της αντεγκληματικής πολιτικής στην προστασία των «θυμάτων του μέλλοντος» είναι αναγκαίος ή μήπως έχει μόνο μια συμβολική λειτουργία; Μπορεί και κάτω από ποιες προϋποθέσεις να ενταχθεί μια τρομοκρατική ενέργεια στη συνταγματική έννοια του πολιτικού εγκλήματος; Πώς τίθεται το ζήτημα της ελευθερίας της πληροφόρησης αλλά και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, της πληρότητας, της αντικειμενικότητας, της αμεροληψίας και της εντιμότητας της πληροφόρησης, σε σχέση με την αρχή της δίκαιης δίκης και το δικαίωμα του κοινού στην πληροφόρηση, στην περίπτωση των «δικών της τρομοκρατίας»;
Αυτό είναι το πλαίσιο των ειδικότερων θεμάτων που ερευνούν οι συγγραφείς του παρόντος τόμου, ο καθένας από τη δική του οπτική γωνία και το πρίσμα των επιστημονικών του ενδιαφερόντων.
Στον τόμο γράφουν οι:
Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Ευάγγελος Βενιζέλος, Βασίλης Καρύδης, Ξενοφών Κοντιάδης, Αντώνης Μακρυδημήτρης, Ιωάννης Μανωλεδάκης, Α.-Ι.Δ. Μεταξάς, Ιωάννης Μανωλεδάκης, Γιάννης Πανούσης, Θεόδωρος Παπαθεοδώρου, Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, Γλυκερία Σιούτη, Κώστας Χρυσόγονος.