Εφημερίδα Real News, 31/7/2016
Το σχέδιο αναθεώρησης του Συντάγματος που παρουσίασε την περασμένη Δευτέρα ο πρωθυπουργός περιλαμβάνει ορισμένα θετικά σημεία, αλλά και πολλές αστοχίες. Ωστόσο κρίσιμο για τη συνολική αποτίμηση του σχεδίου δεν είναι μόνο να αξιολογηθεί μια προς μια κάθε προτεινόμενη τροποποίηση, αλλά να διαπιστωθεί αν οι προτάσεις αυτές διαπνέονται από συνοχή και εσωτερική ισορροπία, αν είναι συμβατές μεταξύ τους καθώς και με τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, αν εντάσσονται σε μια σαφή θεσμική-πολιτική στόχευση και αν ανταποκρίνονται στις πραγματικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα.
Δυστυχώς η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα είναι αρνητική. Τόσο το περιεχόμενο του σχεδίου που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός όσο και η θεσμική οργάνωση του δημόσιου διαλόγου, μέχρι την επίσημη κατάθεση της αναθεωρητικής πρότασης στη Βουλή, παραπέμπουν περισσότερο σε επιλογές επικοινωνιακού χαρακτήρα και κομματικής εκμετάλλευσης της συνταγματικής μεταρρύθμισης παρά σε ένα συνεκτικό εγχείρημα βελτίωσης, εξορθολογισμού και προσαρμογής του Συντάγματός μας με γνώμονα συγκεκριμένες αρχές και πολιτικά προτάγματα.
Τέσσερις είναι οι προτάσεις που εύλογα έλαβαν τη μεγαλύτερη δημοσιότητα, καθώς αποτυπώνουν το πολιτικό στίγμα του πρωθυπουργικού σχεδίου, αναδεικνύοντας όμως ανάγλυφα τις βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις και την ελλιπή επεξεργασία του εγχειρήματος:
α) Η πρόταση για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, αν και ορθώς απεμπλέκει τη σχετική διαδικασία από την απειλή πρόωρων εκλογών, ωστόσο διέπεται από έναν «σχιζοφρενικό» διχασμό σκοπών και μέσων. Εκκινεί από το αίτημα συναινετικής εκλογής του Προέδρου με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά στη συνέχεια εκτρέπεται σε μια συγκρουσιακή άμεση εκλογή, το αποτέλεσμα της οποίας θα μπορούσε να είναι ακόμη και η αποσταθεροποίηση της Κυβέρνησης.
β) Η διενέργεια δημοψηφισμάτων με λαϊκή πρωτοβουλία εγκυμονεί τον κίνδυνο της λαϊκής χειραγώγησης από δυναμικές μειοψηφίες ή της αξιοποίησης δημοψηφισματικών πρακτικών για την ενίσχυση κομματικών ηγεσιών, παρακάμπτοντας συλλογικά όργανα όπως πρωτίστως το Κοινοβούλιο. Δεν είναι τυχαίο ότι τον θεσμό του δημοψηφίσματος χρησιμοποίησαν συστηματικά και χειραγωγικά πρωτίστως αυταρχικά καθεστώτα και ηγέτες, με κορυφαίο παράδειγμα το ναζιστικό καθεστώς τη δεκαετία του 1930. Αλλά και στη χώρα-πρότυπο της άμεσης δημοκρατίας, την Ελβετία, ορισμένα δημοψηφίσματα έχουν οδηγήσει σε παραβιάσεις διεθνώς κατοχυρωμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
γ) Η πρόταση να καθιερωθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, χωρίς όμως να μεταρρυθμιστεί μια σειρά από συνταγματικές διατάξεις που στην πράξη υπονομεύουν αυτή την ουδετερότητα, αποτελεί άλλο ένα δείγμα «σχιζοφρενικού» διχασμού, που εμφανώς αποσκοπεί να παρακάμψει τις αναγκαίες συνταγματικές και νομοθετικές αλλαγές στη σχέση κράτους-Εκκλησίας.
δ) Η εξαγγελία της κατοχύρωσης ορισμένων κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία ήδη προστατεύονται από το Σύνταγμά μας και έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία, τη στιγμή που με το τρίτο Μνημόνιο, τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ακολούθησαν, και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας έχουν κατεδαφιστεί τα τελευταία υπολείμματα των θεσμών κοινωνικής προστασίας, αποτελεί κακοποίηση του συνταγματικού κειμένου αναδεικνύοντας και πάλι τον «σχιζοφρενικό» διχασμό του αναθεωρητικού σχεδίου.
Η χώρα μας έχει ανάγκη μια σοβαρή αναθεωρητική πρωτοβουλία. Η πρόταση του πρωθυπουργού κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Στο κομματικό σύστημα δεν φαίνεται να διαμορφώνονται στοιχειώδεις πολιτικές προϋποθέσεις για την επίτευξη των συναινέσεων που απαιτεί η συνταγματική μεταρρύθμιση. Ωστόσο είναι προτιμότερο να χαθεί άλλη μια αναθεωρητική ευκαιρία, παρά να προστεθούν νέες δυσλειτουργικές και ανορθολογικές ρυθμίσεις στο Σύνταγμά μας.