ΑΙΤΗΜΑ ΛΑΪΚΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ;

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 13/7/2010

Δύο εκ πρώτης όψεως ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα σημάδεψαν την επικαιρότητα των προηγούμενων ημερών. Κατ’ αρχάς, η δήλωση του υπουργού Δικαιοσύνης υπέρ της διεξαγωγής πρόωρων βουλευτικών εκλογών, ενδεχόμενο το οποίο η κυβέρνηση έσπευσε για προφανείς λόγους να αποκλείσει, χωρίς όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το θέμα έχει κλείσει.
Το δεύτερο αφορά την επίσημη ανακοίνωση της κυβερνητικής πρόθεσης να υποβληθεί προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο για τη διαδικασία διεξαγωγής δημοψηφισμάτων πάνω σε κρίσιμα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Τόσο η συζήτηση για την αναγκαιότητα προσφυγής στις κάλπες, πριν καν συμπληρωθεί ένας χρόνος κυβερνητικής θητείας όσο και η πρωτοβουλία ενεργοποίησης του θεσμού του δημοψηφίσματος, απηχούν την ίδια αίσθηση, που διαχέεται με ολοένα οξύτερο τρόπο στην κοινωνία, ότι η πολιτική εξουσία ασκείται εδώ και αρκετούς μήνες εν μέσω ενός διογκούμενου ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου εκλέχθηκε βέβαια με ευρύτατη αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία σε ψήφους και βουλευτικές έδρες. Όμως το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ ξεπεράστηκε γρήγορα από τις συνθήκες χρεοκοπίας που αντιμετωπίζει η χώρα και την υπαγωγή στον μηχανισμό στήριξης.
Παρότι, λοιπόν, δεν προκύπτει από καμία έρευνα κοινής γνώμης υποχώρηση της σαφούς εκλογικής υπεροχής του κυβερνώντος κόμματος έναντι της παραπαίουσας αξιωματικής αντιπολίτευσης και της κατακερματισμένης Αριστεράς, ωστόσο η εκ των πραγμάτων αθέτηση σημαντικού μέρους των κυβερνητικών εξαγγελιών, ιδίως μετά την υπογραφή του Μνημονίου, έχει προκαλέσει δυσανεξία των πολιτών και θέτει ένα κρίσιμο ζήτημα ανανέωσης της λαϊκής εμπιστοσύνης.
Έμπειροι πολιτικοί, με οξυμένα δημοκρατικά αντανακλαστικά, αφουγκράζονται, εν μέσω της κοσμογονίας την οποία στο χείλος της πτώχευσης βιώνει η ελληνική πολιτεία, την ανάγκη για ενίσχυση των λαϊκών ερεισμάτων των κυβερνητικών επιλογών.
Μία κοινωνία που επιβαρύνεται με τόσο επώδυνα μέτρα, δίχως να έχει ερωτηθεί γι’ αυτά, δεν αποκλείεται να «εκδικηθεί» τους κυβερνώντες και να οδηγηθεί σε εξωθεσμικούς ή αντισυστημικούς τρόπους πολιτικής έκφρασης. Αυτό μπορεί εν πολλοίς να αποτραπεί είτε μέσω της άμεσης προσφυγής στις παραδοσιακές διαδικασίες δημοκρατικής συμμετοχής είτε με την αξιοποίηση δημοψηφισματικών μοντέλων.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται το συντομότερο η ενίσχυση των νομιμοποιητικών θεμελίων της κυβερνητικής πολιτικής, ώστε να μη λάβει απρόβλεπτες διαστάσεις η μομφή περί κυβερνητικής ανακολουθίας λόγων και έργων. Μία τέτοια εξέλιξη θα άνοιγε την πόρτα σε θεσμικές εκτροπές, θέτοντας σε κίνδυνο τις ίδιες τις βάσεις του πολιτικού συστήματος και της συνταγματικής τάξης.
Ας μη βιάζονται, συνεπώς, όσοι αποδοκιμάζουν τις προηγούμενες πρωτοβουλίες, να συνάγουν συμπεράσματα μικροκομματικής λογικής. Ο πολιτικός χρόνος σήμερα συμπυκνώνεται με εντελώς διαφορετικούς όρους και ρυθμούς. Κατά τους δέκα μήνες που πέρασαν από τις εκλογές του Οκτωβρίου όσα συνέβησαν ήταν μακράν σημαντικότερα από τη διαλυτική σήψη και απραξία των προηγούμενων πεντέμισι χρόνων. Άρα οι πολίτες εύλογα επιδιώκεται να εκφραστούν για όσα έγιναν, αλλά ιδίως για όσα έπονται. Όχι μόνο επειδή το δικαιούνται, αλλά και για λόγους «αυτοπροστασίας» των κυβερνώντων.